Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Παραδοσιακές μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου στην περιοχή των Φαρσάλων

Έθιμα

Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ

Με τον όρο  «Δωδεκαήμερο» νοείται το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, κατά το οποία εορτάζονται τρεις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα) με ιδιαίτερο θρησκευτικό αλλά και εθιμικό ενδιαφέρον. Πέρα από τις ποικίλες εθιμικές εκδηλώσεις που σχετίζονται με το εορταστικό αυτό διάστημα, ιδιαίτερη είναι η παρουσία παραδοσιακών μεταμφιέσεων, κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η (πρώην) Γιουγκοσλαβία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελβετία, οι Σκανδιναβικές χώρες, κ.ά. Η σχετική λαογραφική βιβλιογραφία παρουσιάζει θεαματική ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, καθώς οι μεταμφιέσεις αυτές αποτελούν, όλο και περισσότερο, αντικείμενο έρευνας της λαογραφικής επιστήμης.

Ειδικότερα η μελέτη των παραδοσιακών αυτών μεταμφιέσεων στο θεσσαλικό πολιτισμικό χώρο βρίσκεται σε εξέλιξη. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να παρουσιάσει και να πλαισιώσει, βιβλιογραφικά και εθιμικά, τις παραδοσιακές μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου στην περιοχή των Φαρσάλων, ρε βάση σχετικό ανέκδοτο πρωτογενές λαογραφικό υλικό, προϊόν επιτόπιας έρευνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη σχετική λαογραφική βιβλιογραφία έχουν επισημανθεί μόνο οι μεταμφιέσεις των Θεοφανίων στα Φάρσαλα, μια περιοχή με έντονη παρουσία στο ιστορικό παρελθόν και με ιδιαίτερα στοιχεία στον παραδοσιακό της πολιτισμό, τα οποία, μερικώς μόνο, έχουν μελετηθεί.

Σύμφωνα με το υπάρχον λαογραφικό υλικό οι μεταμφιέσεις στην περιοχή των Φαρσάλων καλύπτουν χρονικά και τις τρεις μεγάλες θρησκευτικές εορτές του Δωδεκαημέρου: Τα Χριστούγεννα, «ανήμερα» της εορτής, όταν νύχτωνε νέοι άνδρες των Φαρσάλων «γίνονταν καρναβάλια. έβαζαν στη μέση τους κουδούνια και μαχαίρια και περιόδευαν αγερμικά στα σπίτια, ζητώντας από κάθε σπίτι φιλοδώρημα και τραγουδώντας:

Καμόσου απού λουκάνικου

καμόσου απού μπουμπάρι

καμόσου κι απού πλευραμιά

να γεν’ η σουφλιμάδα

Την πρωτοχρονιά πάλι, μετά το μεσημεριανό φαγητό, ντυνόταν «κουκουπάδες» ή «ρουγκάτσια» ή «κουδουνάδες» και επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού, με φωνές και τραγούδια, δημιουργώντας μια εορταστική και χαρμόσυνη ατμόσφαιρα, η οποία προεκτεινόταν ως τα Θεοφάνεια. Στην περίπτωση των πρωτοχρονιάτικων μεταμφιέσεων φαίνεται ότι καταβαλλόταν περισσότερη προσπάθεια για την επιμελημένη εμφάνιση των μεταμφιεσμένων. Οι «κουκουπάδες» ή «ρουγκάτσια»  πάντοτε νέοι άνδρες, έβαζαν στο κεφάλι τους ένα «κουκούπι» (μακρόστενο κάλυμμα) από χαρτί και στο πρόσωπό τους μάσκα. Λυτή ήταν εμφάνιση του πρώτου κάθε «συντροφιάς», ενώ οι υπόλοιποι φορούσαν μόνο φουστανέλες.

Σε κάβε σπίτι που επισκέπτονταν τραγουδούσαν μπροστά ατην πόρτα ένα αργυρολογικό τραγούδι, όμοιο με εκείνα που αναφέρθηκε παραπάνω:

Λιγάκ’ από  λουκάνικο

λίγο από μπουρπάρα

και λίγο από πλευραμιά

να γίνει σουφλιμάδα

Στη συνέχεια ο αρχηγός έμπαινε μέσα για να συγκεντρώσει τις προσφορές προς τη «συντροφιά», συνήθως σιτάρι, ενώ οι υπόλοιποι έμεναν έξω από την πόρτα χορεύοντας το χορό «χουγκατσάρ». Τέλος, μετά την προσφορά των δώρων από το νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά προς τον αρχηγό, η «συντροφιά» αναχωρούσε, επισκεπτόμενη γειτονικά σπίτια.

Αγερμικό όμιλο αποτελούσαν και οι «κουδουνάδες» της Πρωτοχρονιάς, οι οποίοι είχαν απλώς κρεμασμένα κουδούνια στη μέση τους. Επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού, τραγουδώντας τα κάλαντα και παίρνοντας ως φιλοδόρημα συνήθως σιτάρι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατάληξη των καλάντων, με τα επαινετικό τραγούδι, όπου σαφώς υποκρύπτονταν αργυρολογικές σκοπιμότητες:

Σε τούτ’ το σπίτι απούρθαμε

πέτρα να μη ράϊσει

Και ο νοικοκύρης του σπιτιού

κάνα κακό μη πάθει

να ζήσει χρόνια εκατό

και ξάμηνα διακόσια

ν’ ασπρίσει σαν τον Έλυμπο

σαν r’ άσπρο περιστέρι

Όταν μάλιστα α νοικοκύρης δεν άνοιγε την πόρτα για να τους προσφέρει αμοιβή τραγουδούσαν, με σαφώς σκωπτική διάθεση, αντιστρέφοντας τις ευχές που είχαν προηγουμένως διατυπώσει:

Σε τούτ’ το σπίτι απούρθαμε

γεμάτο καλιακούδια

τα μ΄σά γεννάν

τα μ΄σα κλωσσάν

τα μ’ σά βγάζουν τα μάτια

Τέλος κατά τα Θεοφάνεια νέοι άνδρες, μεταμφιεσμένοι σε ζευγάρι, γαμπρό και νύφη, ή σε αρκουδιάρη με την αρκούδα του, περιόδευαν, το απόγευμα της παραμονής, τα σπίτια, λέγοντας τα κάλαντα της εορτής και παίρνοντας ως φιλοδόρημα λουκάνικα και αλεύρι:

Αύριο Τα Φώτα Και φωτισμός

Και χαρά μεγάλη στον κύριο σ’

 Εις τον Ιορδάνη τον  ποταμό

Είν’ η  Παναγία η Δέσποινα

με τα θυμιατούρια στα δάκτυλα

Και τον  Άϊ-Γιάννη παρακαλεί

-Άϊ-Γιάννη αφέντη και Πρόδρομε

συ θε να βαφτίσεις Θεού παιδί

 μέσ’ την κολυμπήθρα την αργυρή

που ‘ παιρνε νεράκι και νίβονταν

και με χρυσό μαντηλάκ΄ σπουπίζονταν.

 -Πάψε μητέρα τα δάκρυα

ν’ ανέβω να κατέβω στους ουρανούς

να καταπατίσω τα είδωλα

 ν’ αγιάσει ο τόπος με τα  νερά

ν’ αyιάσει ο αφέντης με την κυρά.

 Η μελέτη των πολιτιστικών αυτών μορφωμάτων καθιστά αναγκαία τη λεπτομερή εξέταση των επιμέρους χαρακτηριστικών τους. Στην περίπτωση της μεταμφίεσης των Χριστουγέννων κυρίαρχο ρόλο φαίνεται ότε έπαιζε η χρήση κουδουνιών, στοιχείο που απαντά και στις Πρωτοχρονιάτικες μεταμφιέσεις. Κουδούνια χρησιμοποιούνται σε παραδοσιακές μεταμφιέσεις τόσο στον ελληνικά πολιτιστικό χώρο όσο κα σε άλλους λαούς, κάποτε μάλιστα είναι επιμελώς επιλεγμένα, ώστε ο ήχος τους να αποτελεί διακριτικό γνώρισμα των διαφόρων ομάδων που λαμβάνουν μέρος στον αγερμό. ‘Εχει μάλιστα παρατηρηθεί ότι ο ήχος των κουδουνιών αυτών λειτουργεί και με αποτρεπτικές ιδιότητες, αφού κατά τη λαϊκή αντίληψη ο έντονος ήχος, και μάλιστα αυτός που προέρχεται από μεταλλικά αντικείμενα, απομακρύνει τα κακοποιά πνεύματα, αλλά και ως είδος  μουσικών οργάνων που συνοδεύουν την όλη εθιμική τελετουργία του αγερμού. Ο κυριαρχικός ρόλος των κουδουνιών επισημαίνεται από το γεγονός ότι κάποτε αυτά δίνουν τα όνομα στους μεταμφιεομένους («κουδουνάδες»), κάτι που υποδεικνύει σαφώς ότι αποτελούν το χαρακτηριστικότερο σημάδι της μεταμφίεσης. Όσον αφορά τη συμβολική τους χρήση, πέρα από τα όσα ήδη αναφέρθηκαν, ίσως ενυπάρχει και η έννοια του μαγικού ξυπνήματος της βλάστησης, καθώς οι αγερμοί ταυ Δωδεκαημέρου γίνονται σε. μια περίοδο κρίσιμη για τον κύκλο της γεωργικής παραγωγής.

Συνθετότερη μορφή παρουσιάζουν οι πρωτοχρονιάτικοι αγερμοί των Φαρσάλων με τις μεταμφιέσεις που τους συνοδεύουν. Όσον αφορά τη μεταμφίεση, εκτός από τους «κουδουνάδες», μαρτυρείται και ένας δεύτερος εναλλακτικός τύπος, όπου χρησιμοποιείται ιδιαίτερη κάλυμμα της κεφαλής και μάσκα, πάντοτε όμως από τον αρχηγό του αγερμικού «θιάσου», ενώ τα υπόλοιπα μέλη φορούν «φουστανέλες». Η χρήση μάσκας αποτελεί βασικό στοιχείο της μεταμφίεσης, όπως συνάγεται από ανάλογα παραδείγματα εθιμικών εκδηλώσεων και άλλων λαών. Το ίδια συμβαίνει και με το ειδικό κάλυμμα της κεφαλής. Αλλά και η χρήση «εθνικής ενδυμασίας»  από τα μέλη ενός αγερμικοϋ «θιάσου» αποτελεί φαινόμενο γνωστό και από άλλες περιπτώσεις παραδοσιακών μεταμφιέσεων, τόσο στο θεσσαλικό όσο και στο ευρύτερο ελληνικό (βορειοελλαδικό κυρίως) πολιτιστικό χώρο.

Ειδικότερη σημασία ίσως έχει η χρήση της λέξης «ρουγκάτσια», για να προσδιορίσει τους μεταμφιεσμένους, καθώς και της λέξης «χουγκατσάρ» (παραφθορά ταυ τύπου «ρουγκατσάρ΄», για να προσδιορίσει το χορό που χορεύει η ομάδα («συντροφιά») έξω από το σπίτι, την ώρα που ο αρχηγός τους έχει μπει μέσα για να παραλάβει την αμοιβή-φιλοδώρημα από το νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά του σπιτιού. Η ονομασία «ρουγκατσάρια» χρησιμοποιείται και σε άλλες περιοχές  του βορειοελλαδικού χώρου, με μεγάλη τυπολογική ποικιλία ως προς τη μορφολογία του ονόματος, συχνά δε ετυμολογείται από το «ρόγα», ενώ έχουν επίσης προταθεί ετυμολογικές συνδέσεις με το βουλγαρικό «rogac» [ελάφι], το σλαβικό rog [κέρατο], το λατινικό «rogatiο» ή το ιταλικό «ruga» [δρόμος, ττλατεία]. Τόσο η επιβίωση της ονομασίας, όσο και ο χρόνος διεξαγωγής των μεταμφιέσεων και των αγερμών (Δωδεκαήμερο), αλλά και ορισμένα στοιχεία της τυπολογίας των μεταμφιέσεων (κουδούνια κ.λπ.), υποδεικνύουν ότι οι εξεταζόμενες παραδοσιακές μεταμφιέσεις των Φαρσάλων ανήκουν στην ευρύτερη ομάδα των θηριομορφικών μεταμφιέσεων κατά τους χειμωνιάτικους αγερμούς του Δωδεκαημέρου, που επιχωριάζουν κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο. Η παρατήρηση αυτή υποβοηθά την τυπολογική ένταξη, άρα και τη συγκριτική μελέτη της περίπτωσης των Φαρσάλων, αλλά και την αναγκαία ομαδοποίηση, ώστε να ενταχθεί η εξεταζόμενη περίπτωση στο συνολικά πλαίσιο της μελέτης των ελληνικών παραδοσιακών μεταμφιέσεων.

 Στην περίπτωση των μεταμφιέσεων της Πρωτοχρονιάς μαρτυρείται χορός των μελών του «θιάσου» πλην του αρχηγού, έξω από την πόρτα του σπιτιού που επισκέπτονται. Παρόμοιες περιγραφές υπάρχουν από πολλές περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου, όπου αναφέρονται αντίστοιχες μεταμφιέσεις και αγερμοί κατά την Πρωτοχρονιά. Σε περίπτωση μάλιστα αντίστοιχων εθίμων από την Κρανιά της Ελασσόνας αναφέρεται μία πιο σύνθετη τελετουργία, με εθιμικά καθορισμένες λεπτομέρειες διεξαγωγής ταυ χορού. Είναι σαφές ότι στα Φάρσαλα δεν υπάρχει τόση πολυπλοκότητα, ότι πρόκειται δηλαδή για μια αγερμική πρακτική απλούστερη, της οποίας οι λεπτομέρειες δεν ρυθμίζονται τόσα από εθιμικούς κανόνες, όσο από τον παράγοντα ταυ τυχαίου αυτοσχεδιασμού. ΄Ισως πρόκειται για διαφορετική εξελικτική βαθμίδα ταυ ίδιου εθίμου.

Στην περίπτωση τέλος των μεταμφιέσεων των Θεοφανείων, στα Φάρσαλα, διαπιστώνεται η ύπαρξη μορφών που πλησιάζουν τη θεατρική πράξη, με την πλευρά ίσως αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί station drama. Τα ζεύγη που εμφανίζονται εδώ, είναι ο γαμπρός με τη νύφη και ο αρκουδιάρης με την αρκούδα. Τα πρώτο ζευγάρι παραπέμπει σε μια σειρά παρομοίων δρωμένων, που εμφανίζονται στο λαϊκό πολιτισμό των Βαλκανίων και όπου πρωταγωνιστούν ο γαμπρός, η νύφη και ο αράπης. Στα Φάρσαλα βεβαίως την εμφάνιση των προσώπων αυτών δεν συνοδεύει οποιαδήποτε μορφή δρώμενου, τα οποία όμως θα μπορούσε να υπάρχει σε προγενέστερη εξελικτική βαθμίδα του εθίμου και να εξέπεσε στην καταγεγραμμένη μορφή του, ώστε η νύφη και α γαμπρός να καταστούν απλά πρόσωπα, μορφές μεταμφιεσμένων, χωρίς εθιμικά ρόλο.

Συνήθεις, σε παραδοσιακές μεταμφιέσεις και δρώμενα, είναι οι μορφές της αρκούδας και του αρκουδιάρη’ ”, που εμφανίζονται και στην περίπτωση των Φαρσάλων. Πρόκειται για υποκατηγορία της ζωομορφικής μεταμφίεσης, που απαντά και στην κεντρική Ευρώπη. Την αρκτομορφική μεταμφίεση ορισμένοι μελετητές συνδέουν με τη λατρεία της Αρτέμιδος και το ιερό της θεάς στη Βραυρώνα, ενώ άλλοι εκλαμβάνουν ως προσωποποίηση του δαίμονα της βλάστησης, αν και έχει παρατηρηθεί, μάλλον ορθά, ότι η μορφή της αρκούδας παραπέμπει κυρίως στην εμφάνιση τσιγγάνων με αρκούδες στα διάφορα πανηγύρια, όπου αποσπούσαν την προσοχή και τα ενδιαφέρον των θεατών. Η ίδια βεβαίως μεταμφίεση παρατηρείται και κατά τις απόκριες, τόσο στον ελληνικό, όσο και σε ξένους λαούς, γεγονός που υποδεικνύει ότι η μορφή της αρκούδας κατέχει σημαντική θέση στα λαϊκά δρώμενα και τις σχετικές μεταμφιέσεις.

 Όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή της μελέτης αυτής, εξετάστηκαν εδώ οι παραδοσιακές μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου στην περιοχή των Φαρσάλων. Στη σχετική λαογραφική βιβλιογραφία έχει γίνει εκτενής λόγος  για την αφετηρία της δημιουργίας των μεταμφιέσεων αυτών και για τη διαχρονική αναφορά τους σε διάφορες πηγές, η οποία συνήθως εκλαμβάνεται ως απόδειξη της πανάρχαιης, όντως, καταγωγής τους. Εκείνο όμως που κυρίως έχει σημασία σήμερα, και το οποίο προσδιορίζει σημαντικά και τη μορφή ή την πορεία της λαογραφικής έρευνας, είναι η διαπίστωση της ταχύτατης υποχώρησης  της αγροτικής νοοτροπίας μπροστά στην αντίστοιχη βιομηχανική και αστική, η οποία και οδηγεί τα νεοελληνικά ευετηρικά δρώμενα σε μια «ύστατη ώρα » ή σε μια φολκλοριστική αναπαραγωγή. Οι διαδικασίες αυτές προβάλλουν σήμερα την ανάγκη, η οποία είχε ωστόσο και παλαιότερα διαπιστωθεί, για μελέτη συστηματική των πολιτιστικών αυτών μορφωμάτων, πριν την παντελή εξαφάνιση ή παραμόρφωσή τους. Στην κατεύθυνση αυτή προσπάθησαν να κινηθούν και όσα παραπάνω αναφέρθηκαν για τις παραδοσιακές μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου στα Φάρσαλα. Είναι άλλωστε γενικότερη διαπίστωση της έρευνας ότι στο θεσσαλικό χώρο, με την κατεξοχήν αγροτική οικονομική δομή, έχουν κληρονομηθεί μορφές παραδοσιακού πολιτισμού, που διακρίνονται από ποικιλία και κάποτε παρουσιάζουν έντονα τα ίχνη μας ευδιάκριτης αρχαϊκότητας. Αυτή άλλωστε είναι και η περίπτωση των Φαρσάλων, που παραπάνω εξετάστηκε.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Στη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκαν οι εξής συντομογραφίες:

 ΑΒSΑ Annual of the British School at Athens.

ΑΘΛΓΘ  Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού

 ΑΘΜ    Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών

ΑΙΔ         Αρχείων Ιδιωτικού Δικαίου

ΑRW      Αrchiv fur Religionswίssenschaft

BCH       Bulletin de Correspondance  Hellenique

ΒH          Byrgenlandische Heimtblatter

BNJ        Byzantisch- Neugriechische Jahrbucher

CQ          Classical Quarterly

CPh        Classical Philology

ΕΔ          Ελληνική Δημιουργία

HDA       Handworterbuch des Deutschen Aberglaubens

ΗΕ          Ηπειρωτική Εστία