ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
Περιοχής Φαρσάλων
ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΕΜΕΡΛΙΩΤΙΣΣΑΣ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΦΑΡΣΑΛΩΝ


Μεταβυζαντινός Ιερός Ναός του 18ου αιώνα της Παναγίας της Δεμερλιώτισσας. Το προσωνύμιο του Ναού οφείλεται στην τουρκική ονομασία του χωριού Σταυρός, που ήταν Δεμερλί. Ο Ιερός Ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με εξωνάρθηκα. Πρόκειται για ένα μονόχωρο επιμήκη ναό με νάρθηκα, που χωρίζεται κατά μήκος, με σειρά ξύλινων στύλων, σε τρία ψευδοκλίτη. Το μεσαίο κλίτος στεγάζεται με καμάρα. Όπως μας πληροφορεί κτητορική επιγραφή, που βρίσκεται επάνω από τη νότια είσοδο του Ναού, χτίστηκε το 1778 και αγιογραφήθηκε οχτώ χρόνια αργότερα, το 1786 με έξοδα ευσεβών χριστιανών και με τη συνδρομή «του Αιδεσιμωτάτου παπα-Ρίζου και Αθανασίου ιερέως και Γεραποστόλη του Πίκλην Νταούτη επιτρόπου, επί Μητροπολίτου Λαρίσης Μελετίου του Γ΄».
Η αγιογράφηση έγινε από μαθητές του σπουδαίου αγιογράφου και μελετητή της βυζαντινής αγιογραφίας, Διονυσίου εκ Φουρνά Ευρυτανίας. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος διατάσσεται σε τρεις ζώνες. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι πηλιορείτικης τεχνοτροπίας και παρουσιάζει ομοιότητες με το τέμπλο του ναού της Υπαπαντής του Βένετου. Στο Ναό στεγάζεται η ιερή, θαυματουργική εικόνα της Παναγίας της Δεμερλιώτισσας. Στοιχεία για την προέλευση της εικόνας δεν γνωρίζουμε. Όπως και για πολλές άλλες εικόνες της Θεοτόκου, έτσι και για την Παναγία τη «Δεμερλιώτισσα» θρυλείται από την Ιερά Παράδοση ότι αγιογραφήθηκε από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά. Τεχνοτροπικά η εικόνα παρουσιάζει ομοιότητες με αυτήν της Παναγίας της Τήνου.
ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΣΤΟ ΘΕΤΙΔΙΟ ΦΑΡΣΑΛΩΝ


Στις δυτικές παρυφές του οικισμού του Θετιδίου Φαρσάλων βρίσκεται ένας μοναδικός μικρός βυζαντινός ναός, βυθισμένος και καλά προφυλαγμένος μέσα στην αγκαλιά της θεσσαλικής γης. Είναι ένα δρομικό κτίσμα με ξύλινη στέγη, χωμένο κατά το ήμισυ μέσα στο έδαφος. Ο αρχικός ναός έχει διαστάσεις 6 x 8μ., στα δυτικά του οποίου έχει προστεθεί μεταγενέστερα ευρύχωρος νάρθηκας. Περιβάλλεται από ψηλό λιθόκτιστο περίβολο. Το 1902, επισκέφθηκε το ναό ο αρχαιολόγος Ν. Γιαννόπουλος και αναφέρει αρκετά γλυπτά στον περιβάλλοντα χώρο του, ένδειξη ότι ήταν κτισμένος σε θέση παλαιοχριστιανικού ναού. Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο, αλλά ο διάκοσμος είναι αρκετά αλλοιωμένος από την υγρασία και τμήματά του έχουν καταπέσει. Ο Ν. Γιαννόπουλος μας παραδίδει την εξαιρετικά δυσανάγνωστη σήμερα, κτητορική επιγραφή του δυτικού τοίχου:
ΑΝΕΓΕΡΘΙ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΘΕΙ Ο ΘΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΟΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΩΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΛΧΑΝΙ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΔΕ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΩΤΑΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΙΕΡΕΩΣ ΕΤΟΣ ΖCΜΔ (=1736) χειρ Θεοδοσιου εκ χωρας αγυιας.
Ο αρχικός ναός αποτελεί πιθανότατα κτίσμα του 15ου – 16ου αιώνα, με κάτοψη αρκετά τυπική για την εποχή αυτή, χωρίς όμως να μπορούμε να αποκλείσουμε μια προγενέστερη χρονολόγησή του, για την οποία όμως δεν έχουμε ισχυρά σχετικά στοιχεία.
ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ

Στις βόρειες παρυφές της Τ.Κ. Ζωοδόχος Πηγή Φαρσάλων, επάνω σε χαμηλό λόφο με ίχνη αρχαίων λειψάνων, υψώνεται η τρίκλιτη βασιλική του 18ου αιώνα, αφιερωμένη στη λατρεία των Αγίων Αναργύρων. Ο Ναός, που έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο, σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση και στον αύλειο χώρο του φιλοξενεί το νεκροταφείο του χωριού, γεγονός που αλλοιώνει τον αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα.
Πρόκειται για μια επιμήκη τρίκλιτη βασιλική. Η διάκριση της στα τρία κλίτη γίνεται με δύο σειρές πέντε λίθινων κιόνων. Ο πρώτος κίονας της αριστερής σειράς είναι ρωμαϊκό μιλιάριο της εποχής του Αδριανού. Είναι σαφές ότι το μνημείο γνώρισε αρκετές φάσεις μετατροπών. Χρονολογήθηκε στο 17ο αιώνα, αλλά πιο πιθανό είναι να κατασκευάσθηκε το 18ο αιώνα, μια περίοδο κατά την οποία υπάρχει αξιόλογη οικοδομική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή των Φαρσάλων.
ΚΡΗΝΗ ΣΤΗ ΖΩΟΔΟΧΟ ΠΗΓΗ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στην ανατολική είσοδο της Ζωοδόχου Πηγής Φαρσάλων βρίσκεται μια θαυμάσια λιθόκτιστη παραδοσιακή κρήνη της οθωμανικής περιόδου. Πρόκειται για μια κατασκευή που μορφολογικά ανήκει στον τύπο της μονόπλευρης ανοικτής βρύσης και αποτελείται από δύο αρχιτεκτονικά τμήματα, την κυρίως κρήνη και 21 δεξαμενές-ποτίστρες. Επιστέφεται από απλό οριζόντιο γείσο. Στην πρόσοψη διαμορφώνεται εσοχή που επιστέφεται από δύο συνεχόμενα καμπύλα τόξα, που βαίνουν σε μαρμάρινα γείσα σε β΄χρήση και στηρίζονται δεξιά και αριστερά σε παραστάδες και στο μέσο σε κιλλίβαντα. Χαμηλότερα ανοίγεται το στόμιο εκροής του νερού με τη χούφτα. Μπροστά από τη βρύση είναι κατασκευασμένη η λίθινη γούρνα που επικοινωνεί ένθεν και ένθεν με τις ποτίστρες. Στη δεξιά πλευρά της κυρίως κρήνης, ως τοίχωμα του αγωγού επικοινωνίας έχει χρησιμοποιηθεί τμήμα μαρμάρινου βυζαντινού θωρακίου. Στον άξονα της όψης επάνω από τα τόξα είναι εντοιχισμένη μαρμάρινη, ορθογώνια επιγραφή, διαστάσεων 0,60×0,39μ., στο κείμενο της οποίας, γραμμένο με αραβική γραφή, μνημονεύεται η επισκευή της κρήνης από τον «υποστράτηγο» (mir-I liva) Sadik Paşa την 1η Ρετζέπ (Receb) 1267 Εγίρας, δηλαδή στις 2 Μαΐου 1851. Πιθανολογείται ότι η αρχική κατασκευή της κρήνης ανάγεται στο 18ο αιώνα, ενώ για αιώνες αποτέλεσε το κέντρο της κοινωνικής ζωής της περιοχής, αλλά και της γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας της.
ΡΩΜΑΪΚΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ

Στο δυτικό πρανές του λόφου του σύγχρονου νεκροταφείου της Ζωοδόχου Πηγής σώζονται ορατά λείψανα δύο επάλληλων ορθογώνιων περιβόλων με επιφανειακά κεραμεικά ευρήματα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Ο χώρος αναγνωρίζεται ως ρωμαϊκό στρατόπεδο, κατά άλλους του Πομπηίου, κατά άλλους του Τίτου Κόιντου Φλαμίνιου.
ΚΟΝΑΚΙ ΠΟΛΥΝΕΡΙΟΥ

Στο δυτικό άκρο του Δήμου Φαρσάλων, στην Τ.Κ. Πολυνερίου υψώνεται ένα από τα χαρακτηριστικότερα οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής των Φαρσάλων. Πρόκειται για το κονάκι Χαροκόπου, ιδιοκτησίας σήμερα του Παναγιώτη Κυζερίδη, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα τσιφλικόσπιτου, που χαρακτηρίσθηκε διατηρητέο μνημείο το 1999. Όπως παραδίδεται, το κτήριο ανεγέρθηκε αρχικά το 1585 από Βενετσιάνους και αργότερα περιήλθε στην κατοχή Τούρκων μπέηδων, μέχρι και την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881. Τότε πέρασε στην κατοχή του νεοαφιχθέντα από τη Ρουμανία Γεράσιμο Χαροκόπο, ένα εξαιρετικά πλούσιο Έλληνα της διασποράς που έφθασε στην πρόσφατα απελευθερωμένη Θεσσαλία και αγόρασε τεράστια τσιφλίκια στην περιοχή της Γιάννουλης και του Πολυνερίου. Εν συνεχεία το κονάκι διαδοχικά ενοικιάσθηκε από τον Τρικούπη Χαροκόπο, πωλήθηκε στον Αφεντούλη, Έλληνα εργοστασιάρχη στην Τεργέστη της Ιταλίας, κληρονομήθηκε από την οικογένεια Πάντου. Εν τέλει το 1986, αγοράσθηκε από τον καθηγητή και διπλωμάτη Παναγιώτη Κυζερίδη, μόνιμο κάτοικο Ιταλίας, που έλκει όμως την καταγωγή του από τα Πολυνέρι. Οι τέσσερις αιώνες κατά τους οποίους στέκει ορθό το κτήριο φυσικά του προξένησαν φθορές και αλλοίωσαν δραματικά την αρχιτεκτονική του όψη. Στην τωρινή του εικόνα (που αποτελεί προϊόν της πρόσφατης ανακαίνισης του από τον τελευταίο ιδιοκτήτη του) είναι διώροφο, με ορθογώνια πυργοειδή απόληξη κούλιας, στο επάνω μέρος του. Από εκεί ο επιστάτης του τσιφλικιού είθισται να παρακολουθεί τις εργασίες των κολίγων. Το αρχιτεκτονικό σύνολο του κονακιού συμπληρώνουν ένας περιβάλλων ψηλός λιθόκτιστος μαντρότοιχος, τέσσερις μεγάλες αποθήκες, ένα κτήριο εισόδου και δύο παράσπιτα, ενώ αγκαλιάζεται από κήπο έκτασης περί τα 70 στρέμματα.
ΚΟΝΑΚΙ ΠΑΛΑΙΟΜΥΛΟΥ

Εντός του οικισμού Παλαιόμυλος Φαρσάλων υψώνεται ένα εντυπωσιακό κονάκι ιδιοκτησίας Αχιλλέα Βασιλείου. Πρόκειται για ένα αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των τσιφλικόσπιτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη Θεσσαλία. Το κονάκι έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο, αλλά η κατάσταση διατήρησής του είναι δραματικά κακή, διότι, πλέον των έξι δεκαετιών τώρα, στέκει ακατοίκητο και αφρόντιστο. Το κυρίως κτίσμα είναι διώροφο, εξολοκλήρου λιθόδμητο, με προστώο στην είσοδο, που στηρίζει μικρό μπαλκόνι στον πρώτο όροφο. Η στέγη σχημάτιζε τριγωνικό αέτωμα στην πρόσοψη του κτηρίου. Εκτός από τη γραμμή των γωνιολίθων η υπόλοιπη επιφάνεια του εξωτερικού κελύφους ήταν καλυμμένη με ασβεστοκονίαμα ωχρού χρώματος. Η εικόνα του κονακιού είναι ασφαλώς αποσπασματική, καθώς έχουν απωλεσθεί όλα τα περιβάλλοντα αυτού οικοδομήματα.
ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΑΡΑΠΛΑ

Αμέσως νότιο-δυτικά της πόλης των Φαρσάλων, επάνω από τη νότια όχθη του Χαϊδαρορέματος, στο σημείο εκείνο που το ρέμα εισχωρεί στην πεδιάδα, στη θέση Αλογοπάτι του βουνού Καράπλα, ανοίγεται ένα από τα συναρπαστικότερα θρησκευτικά μνημεία της φύσης στην αρχαία Ελλάδα. Πρόκειται για φυσικό σπήλαιο, το οποίο λειτουργούσε ως ιερό των Νυμφών και του Πάνα και βρισκόταν επάνω στον αρχαίο δρόμο που σύνδεε τη Θεσσαλία με τη Φθιώτιδα. Ανακαλύφθηκε συμπτωματικά από τον κυνηγό Σωτήριο Ευαγγελόπουλο στις αρχές του 20ου αιώνα και ανασκάφηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή κατά το έτος 1922. Πρόσφερε σημαντικά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τις λατρευτικές παραδόσεις και πρακτικές στην αρχαία Θεσσαλία, αλλά και εν γένει στην αρχαία Ελλάδα της κλασικής εποχής. Η είσοδος του σπηλαίου διαγράφεται μερικά μέτρα επάνω από τη βάση ενός βράχου. Επάνω από την απότομη πλαγιά, πριν από το τοίχωμα του βράχου, υπάρχει μόνο μια στενή λωρίδα, που μπορεί να διαβεί κανείς μόνο με τα πόδια. Στην είσοδο του σπηλαίου πρέπει να σκαρφαλώσει ο επισκέπτης μέσα από μια σχισμή. Στο τοίχωμα του βράχου, δεξιά κι αριστερά υπάρχουν σκαλισμένες δύο επιγραφές. Η μία, του 5ου αιώνα π.Χ., μας πληροφορεί ότι κάποιος ονόματι Παντάλκης πρόσφερε στις θεές μια αφιέρωση. Η δεύτερη, στα δεξιά της εισόδου, είναι ένα επίγραμμα του 4ου αιώνα π.Χ., που αποτελείται από είκοσι ένα στίχους και δοξάζει επτά θεότητες : τον Πάνα, τον Ερμή τον Απόλλωνα, τις Νύμφες, τον Ασκληπιό, το Χείρωνα και τον Ηρακλή. Οι θεότητες αυτές δίνουν τις ευλογίες τους στον Παντάλκη, ο οποίος φρόντισε για τη διαμόρφωση και τον εξωραϊσμό του ιερού. Η επιγραφή δίνει ουσιαστικά λόγο σε μια θεότητα, δίχως ταυτότητα, μια φωνή ανώνυμη που βγαίνει από το βουκολικό τοπίο και προσκαλεί τον περαστικό να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές στις θεότητες, δηλαδή να προσφέρει ως ανάθημα τη θυσία ενός μικρού ζώου.
ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Έξω από το δυτικό σκέλος του τείχους της αρχαίας Φαρσάλου και κατά μήκος αυτού, απλωνόταν το εκτεταμένο, και καλύτερα ερευνημένο σήμερα, δυτικό Νεκροταφείο της πόλης. Το Νεκροταφείο αυτό είχε μακρά διάρκεια χρήσης, από τη μυκηναϊκή έως την ελληνιστική περίοδο (16ος έως 2ος αιώνας π.Χ.). Οι τάφοι ανοίγονταν εκατέρωθεν της οδού που συνέδεε τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα και ανήκουν σε διάφορους τύπους: θολωτοί, θαλαμοειδείς, κιβωτιόσχημοι με τοιχώματα χτιστά ή επενδυμένα με πλάκες, μερικές φορές καλυμμένοι από τύμβο, ταφικά οικοδομήματα με πώρινες λάρνακες, κυκλικοί και ωοειδείς χτιστοί τάφοι, κεραμοσκεπείς, τεφροδόχα αγγεία. Ο σημαντικότερος των τάφων αυτών (από όσους βεβαίως έχουν έως σήμερα ανασκαφεί), είναι ο μεγάλος θολωτός τάφος που στέκει στο δυτικό άκρο της σύγχρονης πόλης των Φαρσάλων, επί της οδού Λαμίας. Το ταφικό αυτό μνημείο πρωτοκατασκευάσθηκε στα υστεροαρχαϊκά χρόνια (τέλος 6ου ή πρώιμος 5ος αιώνας π.Χ.) και παρέμεινε σε χρήση έως τα ελληνιστικά χρόνια, πιθανά στην τελευταία του περίοδο ως ηρώο. Ασφαλώς ανήκε σε μια εκ των επιφανών οικογενειών της αρχαίας Φαρσάλου, διότι μονάχα ιδιαίτερα εύπορη οικογένεια μπορούσε να αντέξει το οικονομικό βάρος της ανέγερσης ενός τόσο δαπανηρού μνημείου. Η σημασία του μνημείου για τους ίδιους τους ιδιοκτήτες του ήταν ασφαλώς μεγάλη και φανερώνεται επιπλέον, από τη διάρκεια χρήσης του μέσα στο χρόνο. Ο τάφος είναι κατασκευασμένος από ντόπιο γκριζωπό ασβεστόλιθο ενώ ο θόλος του που είχε κατασκευασθεί κατά τον εκφορικό τρόπο, έχει τώρα καταρρεύσει. Ασφαλώς ο θόλος ήταν κατασκευασμένος κατά τον εκφορικό τρόπο. Το μέγιστο σωζόμενο κατά τόπους ύψος του τοίχου του θόλου αγγίζει τα 2,00μ. Στον ταφικό θάλαμο οδηγούσε χτιστός δρόμος με όμοια κατασκευαστικά χαρακτηριστικά με αυτά του θαλάμου. Το μνημείο είχε καλυφθεί με σωρό χώματος που σχημάτιζε τύμβο, η περιφέρεια του οποίου οριζόταν από χτιστό περίβολο. Ο περίβολος έχει δομηθεί κατά το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιΐας και στη βάση του πατά σε πλάκες ευθυντηρίας. Ανάλογο σύστημα δόμησης συναντάται και στο αρχαιότερο σωζόμενο τμήμα του οχυρωματικού τείχους της αρχαίας Φαρσάλου, γεγονός που αποτελεί ένα ασφαλές terminus post quem για τη χρονολόγηση του μνημείου όχι αργότερα από τον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ. Το γεγονός ότι ο τάφος ακολουθεί μια αρχιτεκτονική μορφή από αιώνες ξεπερασμένη, που παραπέμπει όμως στο ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν της πόλης, φανερώνει τη βαθιά επιθυμία των ιδιοκτητών του να δηλώσουν τη στενή σχέση και καταγωγή τους από τον ομηρικό ήρωα Αχιλλέα. Ας μην ξεχνούμε ότι η Φάρσαλος είναι η διάδοχος πόλη της Φθίας, που υπήρξε ο γενέθλιος τόπος του Αχιλλέα. Επιπλέον, όλοι οι Θεσσαλοί των ιστορικών χρόνων, και όχι μόνον οι Φαρσάλιοι, θεωρούσαν εαυτούς απογόνους του Αχιλλέα, εφόσον ο γιός του, ο Νεοπτόλεμος αναδείχτηκε βασιλιάς τους μετά το τέλος του Τρωϊκού πολέμου. Την επιθυμία των Φαρσάλιων να υπογραμμίσουν τη στενή συγγενική τους σχέση με το γένος του Αχιλλέα και τους Μυρμιδόνες καταδεικνύει και το σημαντικότερο κτέρισμα που βρέθηκε στον ταφικό θάλαμο του θολωτού τάφου, που είναι ένας θαυμάσιος καλυκωτός, μελανόμορφος κρατήρας του ζωγράφου του Εξηκία. Το αγγείο χρονολογείται στα 530 π.Χ. και στην κύρια όψη του κοσμείται με την παράσταση της μάχης μεταξύ Ελλήνων και Τρώων γύρω από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου. Στην άλλη όψη του φέρει παράσταση ενός τέθριππου άρματος επί του οποίου φέρεται ο αναβάτης του, ενώ ένθεν και ένθεν αυτού στέκονται οι δύο ιπποκόμοι.
ΑΚΡΟΠΟΛΗ & ΤΕΙΧΟΣ ΑΡΧΑΙΑΣ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΦΑΡΣΑΛΟΥ

Στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου η Φάρσαλος ευημερεί σε τέτοιο βαθμό που αρχίζει να περικλείεται από οχυρωματικό τείχος, ενισχυμένο με πύργους και πύλες. Η κατασκευή του τείχους συνεχίστηκε έως και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Η συνολική περίμετρος του έφθανε τα 5 χιλιόμετρα και το πάχος του κυμαινόταν από 1,55 έως 3,30 μέτρα. Σε όλη την περίμετρό του υπήρχαν είκοσι τρεις πύργοι, ενώ έχουν εντοπισθεί έξι πύλες επάνω στους άξονες των οδικών αρτηριών που οδηγούσαν στην πόλη. Στα τέλη του 6ου αι π.Χ. διαμορφώνεται, πιθανώς, και η ακρόπολη της πόλης, που είναι χωριστά τειχισμένη, καταλαμβάνει την κορυφή του υψώματος Προφήτης Ηλίας και φαίνεται ότι εξυπηρετούσε καθαρά στρατιωτικούς – αμυντικούς σκοπούς. Αποτελεί το νοτιότερο και υψηλότερο τμήμα της αρχαίας πόλης. Το σχήμα της είναι επίμηκες, στον άξονα Α-Δ και αποτελείται από δύο πεπλατυσμένες εξάρσεις στα άκρα, με ένα στενό διάσελο ανάμεσά τους. Το μήκος της φτάνει τα 500 μέτρα, ενώ το μέγιστο πλάτος της μόλις τα 60 μέτρα. και η σημερινή της εικόνα είναι προϊόν των μετασκευών της βυζαντινής περιόδου. Σε όλο σχεδόν το μήκος της νότιας πλευράς της, η πολύ απότομη κατάπτωση των βράχων αποτελούσε πρόσθετη φυσική οχύρωση για το τείχος που ήταν κτισμένο επάνω τους. Η πρόσβαση στην ακρόπολη γινόταν διαχρονικά από δύο πύλες τοποθετημένες, αντωπά στο στενό διάσελο, μία στη βόρεια πλευρά της οχύρωσης και μία στη νότια. Από αυτές, η βόρεια εξασφάλιζε την επικοινωνία με την πόλη, ενώ η νότια οδηγούσε απευθείας εξωτερικά αυτής. Το Δεκέμβριο του 2014 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αναστήλωσης και αποκατάστασης του κεντρικού τμήματος της ακροπόλεως από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας, ο χώρος έχει αναπλασθεί και αποτελεί αγαπημένο προορισμό των επισκεπτών.
ΠΗΓΕΣ ΑΠΙΔΑΝΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

Η ζεστή αγκαλιά του χώρου των Πηγών του Απιδανού ποταμού στα ριζά του λόφου της Αγίας Παρασκευής, αποτέλεσε τη γενέθλια μήτρα της πόλης των Φαρσάλων, το κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής ζωής τους, από την απαρχή τους στο χρόνο. Είναι ένας τόπος ειδυλλιακός, που οι Φαρσαλινοί συνήθιζαν να τον αποκαλούν Ταμπάκο (εξαιτίας των εκεί βυρσοδεψείων στα χρόνια της τουρκοκρατίας). Εκεί θρυλείται από τους ντόπιους ότι έπαιρνε το μπάνιο της η Θεά Θέτιδα, αλλά και βάπτισε το γιο της Αχιλλέα για να τον κάνει αθάνατο. Εκεί ξεδίψασε η στρατιά του Ξέρξη στην πορεία της προς τις Θερμοπύλες. Εκεί ο Δήμος Φαρσάλων διαμόρφωσε ένα χώρο αναψυχής, μια ανάσα δροσιάς μέσα στη σύγχρονη πόλη και ετοιμάζεται να στήσει ορειχάλκινο άγαλμα που απεικονίζει τη Θέτιδα να βαπτίζει τον Αχιλλέα.
ΑΓΑΛΜΑ ΑΧΙΛΛΕΑ


Τον Αύγουστο του 2013, με μια πανηγυρική εκδήλωση η πόλη των Φαρσάλων τίμησε το νόστο του μεγάλου της ήρωα, του Αχιλλέα, πίσω στη γη που τον γέννησε. Ο ορειχάλκινος ανδριάντας φιλοτεχνημένος από το γλύπτη Αλ. Πατσέλη, που το συνολικό ύψος του μαζί με τη βάση ξεπερνά τα 3,00 μ., αποτυπώνει τον ήρωα, με πλήρη εξοπλισμό και στην καλύτερή του ώρα, κοσμεί πλέον την πλατεία Δημαρχείου Φαρσάλων και θυμίζει σε όλους την τρανή ιστορία των Φαρσάλων.
ΠΥΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΙΧΟΥ


Ο Πύργος Καραμίχου στα Φάρσαλα, βρίσκεται κτισμένος στον παλιό οθωμανικό μαχαλά, δηλαδή συνοικία «Μοιροχώρι» ή «Εμιροχώρι» της πόλης. Εγκλωβισμένος σήμερα ανάμεσα σε νεότερα κτίσματα, αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στην πόλη από την οποία ελάχιστα κτίσματα έχουν σωθεί. Πιθανότατα αποτελεί το παλιότερο σωζόμενο κοσμικό οθωμανικό κτήριο της πόλης των Φαρσάλων, χτισμένος στις αρχές του 18ου αι. ή ακόμη και στα τέλη του 17ου αι. Ο πύργος Καραμίχου είναι ένα ψηλό ορθογώνιο κτίσμα με εξωτερικές διαστάσεις 7 x 9,60μ. και εμβαδόν 215τ.μ. περίπου, που δεσπόζει επιβλητικό στο πρανές έδαφος της περιοχής του σύγχρονου ναού του Αγίου Γεωργίου, με ελεύθερη θέα προς όλες τις πλευρές. Η εικόνα του ασφαλώς δεν ανταποκρίνεται σε αυτή που παρουσίαζε κατά την εποχή κατασκευής του. Ο περιβάλλων χώρος του ήταν σίγουρα μεγαλύτερος, καθώς το κτίσμα βρισκόταν, πιθανότατα, εντός αυλής ή περιβόλου με βοηθητικά κτίσματα διαφόρων χρήσεων, όπως άλλωστε συνέβαινε με παρόμοιους πύργους στη Θεσσαλία και Πελοπόννησο. Οι πύργοι αυτοί ήταν ουσιαστικά πολυώροφα πυργόσπιτα, ενώ ο τύπος τους με τις όποιες κατά τόπους παραλλαγές του κατάγονταν από τους βυζαντινούς και πρώιμους μεταβυζαντινούς συμπαγείς πύργους.
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ο παλιός μητροπολιτικός Ναός των Φαρσάλων στη συνοικία Βαρούσι. Είναι μια αξιόλογη τρίκλιτη βασιλική, χτισμένη στα 1857, που χρησίμευσε και ως επισκοπική έδρα του Μητροπολίτη Φαναρίου και Φερσάλων. Σύμφωνα με την επιγραφή που είναι χαραγμένη σε πλάκα και εντοιχίστηκε επάνω από τη νότια είσοδο, ο ναός οικοδομήθηκε στη θέση ενός παλαιότερου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε αρχαίο υλικό, ως επί το πλείστον, σε β΄χρήση, προερχόμενο από το ανατολικό σκέλος του τείχους της Φαρσάλου. Σε απόσταση λίγων μέτρων ΝΔ του ναού υψώνεται επιβλητικό το πέτρινο κωδωνοστάσιο. Στηρίζεται επάνω σε ογκώδη πεντάπλευρη βάση, στο επίπεδο της οποίας οδηγεί σκάλα από τη ΝΑ πλευρά. Επάνω της χτίστηκε το εξάπλευρο, τριώροφο κωδωνοστάσιο με ισοδομικό σύστημα λιθοδομής. Όπως μας πληροφορεί η επιγραφή που είναι εντοιχισμένη επάνω από την πόρτα της ανόδου, το χτίσιμο έγινε από ζουπανιώτες μαστόρους το 1884. Αξιόλογος είναι και ο γλυπτός διάκοσμος της νότιας θύρας του Ναού, έργο ανώνυμου λιθογλύπτη (πελεκάνου) του β΄ μισού του 19ου αι.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΣΤΡΟΥ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ


Από το 2013 οργανώθηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο Φαρσάλων, η μόνιμη Αρχαιολογική Έκθεση εκπαιδευτικού χαρακτήρα του Κάστρου Καλλιθέας, με τίτλο Ματιές σε μια αρχαία πόλη. Μέσα από τρισδιάστατες αναπαραστάσεις, φωτογραφίες και πληροφοριακά κείμενα, οι επισκέπτες γνωρίζουν τα αρχαιολογικά δεδομένα του Κάστρου Καλλιθέας και προσεγγίζουν την ερευνητική εργασία των αρχαιολόγων.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΒΑΡΟΥΣΙ

Μέχρι και την απελευθέρωση των Φαρσάλων από τον οθωμανικό ζυγό στα 1881, η υδροδότηση της πόλης γινόταν αποκλειστικά από πηγάδια και με μεταφορά νερού με δοχεία από τις κοντινές πηγές. Τις τοπικές αρχές της απελευθερωμένης πόλης απασχόλησε πολύ νωρίς το φλέγον θέμα της υδροδότησης της και στις αρχές του 20ου αιώνα αποφασίστηκε η ανέγερση δύο υδατοδεξαμενών στο ανατολικό τμήμα της, στην περιοχή του Βαρουσιού, με στόχο να εκσυγχρονιστεί το σύστημα υδροδότησης και να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό από όλους τους κατοίκους των Φαρσάλων. Η κατασκευή των υδατοδεξαμενών περατώθηκε το 1910 επί δημαρχίας Αλεξάνδρου Κυρώζη. Κατά το σχεδιασμό των υδατοδεξαμενών ακολουθήθηκαν τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά πρότυπα που χαρακτηρίζουν τα πιο σημαντικά ειδικά κτήρια της περιόδου αυτής. Είναι εξολοκλήρου λιθόδμητες κατασκευές αυξημένων απαιτήσεων. Έχουν μνημειακή πρόθεση και οι προσόψεις τους είναι κατασκευασμένες από λαξευτή λιθοδομή. Σύμφωνα με το σχεδιασμό του έργου, ξεκινώντας από τις δεξαμενές με σωληνωτούς αγωγούς το νερό μεταφερόταν έως τα όρια της πόλης, αλλάζοντας καταλυτικά τον έως τότε τρόπο ζωής στα Φάρσαλα.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΑΡΣΑΛΩΝ (Σύλλογος Ντόπιων)



Ο σύλλογος ντόπιων επαρχίας Φαρσάλων (ο Ενιπέας) ιδρύθηκε το 2013 με έδρα την πόλη των Φαρσάλων και στόχο την ανάδειξη του πολιτισμού της περιοχής μας. Με τις ομάδες εργασίας (χορού, παραδοσιακού τραγουδιού, τοπικής φορεσιάς - γκατζανάδικης) κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να αναδείξει ντόπιους παραδοσιακούς χορούς που είχαν εκλείψει, όπως οι χοροί στα σεργιάνια. Με την ομάδα παραδοσιακού τραγουδιού κατέγραψαν, τραγούδησαν και προβάλλουν ντόπια παραδοσιακά τραγούδια που ήταν δεκαετίες ξεχασμένα. Η ομάδα της φορεσιάς έπειτα από έρευνα, κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετές γκατζανάδικες φορεσιές και ξεκίνησε την αναπαραγωγή τους. Επιστέγασμα όλων αυτών υπήρξε το λαογραφικό μουσείο Φαρσάλων στο οποίο στεγάζονται αντικείμενα της καθημερινότητας, εργαλεία, υφαντά, κεντήματα της τοπικής μας παράδοσης, όλα προσφορά των μελών μας.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (Άγιος Γεώργιος)
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (Χαλκιάδες)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΖΩΗΣ (Σύλλογος Ενεργών Πολιτών Φαρσάλων)



Ο Σύλλογος «ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΦΑΡΣΑΛΩΝ» ιδρύθηκε το έτος 2005 και έχει την έδρα του στην πόλη των Φαρσάλων. Εχει αναπτύξει πολλαπλές και αξιόλογες δραστηριότητες. Δενδροφυτεύσεις, ποδηλατοδρομίες, πεζοπορίες, εκδρομές σε τόπους και αξιοθέατα ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας, πολιτιστικού περιεχομένου εκδηλώσεις και μουσικές βραδιές είναι μερικές μόνον από τις δράσεις του. Αποκορύφωμα όμως και κορωνίδα όλων των δράσεών του αποτελεί η δημιουργία Σχολικού Μουσείου Δημοτικής Εκπαίδευσης, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Βρυσιά του Δήμου Φαρσάλων, που απέχει μόλις εφτά χιλιόμετρα από τα Φάρσαλα. Στο πανέμορφο και αλώβητο από το χρόνο παλιό πέτρινο Δημοτικό Σχολείο Βρυσιών, εκτίθεται η ιστορία και διαδρομή της Δημοτικής Εκπαίδευσης της περιοχής μας. Εκατοντάδες σπάνια σχολικά αντικείμενα, βιβλία και έγγραφα εκτίθενται με μοναδικό και πανέμορφο τρόπο, οδηγώντας νοερά τον επισκέπτη στο μακρινό παρελθόν. Για τους παλαιότερους η συγκίνηση και νοσταλγία αναπόφευκτη. Για τους νεότερους η επίσκεψη στο χώρο τους δίνει τη δυνατότητα και την ευκαιρία να γνωρίσουν με παραστατικό τρόπο την πορεία και εξέλιξη της ιστορικής διαδρομής της Δημοτικής Εκπαίδευσης. Για τη δημιουργία του Μουσείου ο Σύλλογος χρηματοδοτήθηκε το έτος 2015 από την ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΝΟΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ (Α.Ε.ΝΟ.Λ. Α.Ε.). Στόχος του Συλλόγου είναι το Μουσείο αυτό, σε συνεργασία με το Δήμο Φαρσάλων, τις Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και άλλους φορείς κοινωνικής δικτύωσης, να αποτελέσει πόλο έλξης και εκπαιδευτικό προορισμό μαθητών από σχολεία όλης της Ελλάδας. Η σπανιότητα των εκθεμάτων, ο καταπληκτικά οργανωμένος χώρος του Εκθετηρίου, η πλήρης ασφάλεια των μικρών επισκεπτών (μαθητών), σε συνδυασμό με την εύκολη οδική πρόσβαση και τα σημαντικά αξιοθέατα της περιοχής των Φαρσάλων είναι μερικοί από τους λόγους που δεν θα άφηναν αδιάφορη την μαθητική και εκπαιδευτική κοινότητα. Ο Σύλλογός μας σας προσκαλεί να γνωρίσετε από κοντά την ιστορική διαδρομή της Δημοτικής Εκπαίδευσης.
ΣΚΟΤΟΥΣΣΑ

Η αρχαία Σκοτούσσα έστεκε πάνω στους λόφους, στην οδό που οδηγούσε από τη Φάρσαλο στις Φερές, ανάμεσα σε δύο παράλληλες ποτάμιες κοιλάδες. Τώρα τα ερείπιά της είναι ορατά στο δρόμο που συνδέει τα χωριά Άνω Σκοτούσα και Αγία Τριάδα του Δήμου Φαρσάλων. Με βάση τις τετραρχίες στις οποίες είχαν χωρίσει οι Θεσσαλοί την επικράτειά τους, η Σκοτούσσα ανήκε στην «Τετράδα Πελασγιώτιδα», πρωτεύουσα της οποίας ήταν η Λάρισα και άλλες μεγάλες πόλεις οι Φερές και η Κραννών. Η ετυμολογία του ονόματός της συσχετίζει την πόλη με το πλησίον αυτής δενδρομαντείο του Φηγωναίου Διός, στο οποίο οι ιερείς έδιναν τους συχνά ακατάληπτους χρησμούς τους ερμηνεύοντας την κίνηση των φύλλων του ιερού δέντρου του Διός, τη φηγό (βελανιδιά). Το ίδιο συνέβαινε και στο πανάρχαιο μαντείο του Δωδωναίου Διός, στη Δωδώνη της Ηπείρου. Από το 2014 ξεκίνησε η ανασκαφική διερεύνηση της πόλης, προϊόν συνεργασίας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας και του Πανεπιστημίου της Messina της Ιταλίας, υπό την αιγίδα του Δήμου Φαρσάλων. Διαπιστώθηκε ότι η θέση πρωτοκατοικήθηκε στη νεολιθική περίοδο, κατοικούταν στα μυκηναϊκά χρόνια, άκμασε στην κλασική περίοδο, εγκαταλείφθηκε κατά την ελληνιστική και επανακατοικήθηκε τη βυζαντινή εποχή, γνωρίζοντας μια νέα ακμή το 13ο αι. Η πόλη της κλασικής περιόδου περιβαλλόταν από τείχος μήκους περί τα 4 χλμ, ενισχυμένο κατά τόπους από σαράντα τέσσερις τετράγωνους και κυκλικούς πύργους, ενώ οι πύλες του ήταν πιθανώς πέντε. Διαθέτει ακρόπολη χωριστά τειχισμένη, στάδιο και θέατρο. Η Σκοτούσσα στην περίοδο της ακμής της, ήταν πλούσια, καθώς εκμεταλλευόταν τους εύφορους σιτοβολώνες της και έκανε εξαγωγή σιτηρών. Την οικονομική της ισχύ μαρτυρά το γεγονός ότι, περί το 480 π.Χ., είχε ήδη προχωρήσει σε κοπή νομίσματος. Η πόλη υπήρξε διάσημη, όπως και η Φάρσαλος, για το ιππικό της. Αξίζει να αναφερθεί ότι από τη Σκοτούσσα καταγόταν ο διάσημος αρχαίος παγκρατιαστής και ολυμπιονίκης, Πολυδάμας ο Σκοτουσσαίος.
ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Στην ορεινή θέση, που είναι σήμερα γνωστή ως «Κάστρο Καλλιθέας», πλησίον του ομώνυμου σύγχρονου χωριού, ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της «Περιοικίδος Αχαΐας Φθιώτιδος», Πεύμα. Η πόλη έστεκε στη δίοδο από την κοιλάδα του Ενιπέα προς την πεδιάδα του Αλμυρού και δέσποζε στη χώρα με την ψηλή της κορυφή (617 μ.). Η βάση του βουνού της περιρρέεται σε τρεις πλευρές από τη βαθιά κοιλάδα του Ενιπέα. Η ζωή της πόλης παρακολουθείται από τον 4ο αιώνα π.Χ., περίπου, έως τον 1ο αιώνα π.Χ. Πάντως η άνθησή της εντοπίζεται στον 3ο αιώνα π.Χ. έως και τον 1ο αιώνα π.Χ. Τότε ανήκε στο Κοινό (συνομοσπονδία) των πόλεων της Αχαΐας Φθιώτιδος. Η πόλη ήταν τειχισμένη και οχυρωμένη με πύργους. Το τείχος, μήκους περίπου 2,4 χλμ, είναι ενισχυμένο με 36 πύργους. Περιέκλειε δύο υψώματα, το δυτικό και το ανατολικό και έφερε και δύο καλά οχυρωμένες πύλες, δυτικά και ανατολικά αντίστοιχα, που η δεύτερη ανοιγόταν προς την κοιλάδα του Ενιπέα. Οι αρχαιολογικές και ανασκαφικές έρευνες που εξελίσσονται στο χώρο από το 2004 έως σήμερα, από επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Alberta του Καναδά σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας, έφεραν στο φως τμήμα της αρχαίας αγοράς, ναό με βωμό, στοά και ιδιωτικές οικίες. Η πόλη ήταν χτισμένη σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα.
ΕΡΕΤΡΙΑ

Η αρχαία πόλη Ερέτρια των ιστορικών χρόνων ήταν θεμελιωμένη επάνω σε μεγάλο πλάτωμα λόφου, δυτικά του σύγχρονου χωριού. Ανήκε διοικητικά στην «Περιοικίδα Αχαΐα Φθιώτιδα», που υπαγόταν στην εξουσία της «Τετράδος Φθιώτιδος», με άλλα λόγια στην εξουσία της Φαρσάλου. Στην κορυφή του λόφου ήταν χτισμένη η ακρόπολη, χωριστά τειχισμένη, ως συνήθως, από την κάτω πόλη, που ήταν επίσης οχυρωμένη με τείχος. Το τείχος σώζει τουλάχιστον έντεκα πύλες και είκοσι έναν πύργους.
ΤΣΑΓΓΛΙ ΜΑΓΟΥΛΑ – ΕΡΕΤΡΙΑ ΦΑΡΣΑΛΩΝ



Στη θέση Τσαγγλί – Μαγούλα, που βρίσκεται στο κέντρο της κοιλάδας ενός παραποτάμου του Ενιπέα στο ανατολικό άκρο της πεδιάδας των Φαρσάλων, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα του σημερινού χωριού, υψώνεται σε ένα χαμηλό λόφο (προϊόν επάλληλης κατοίκησης), οικισμός της Μέσης Νεολιθικής περιόδου (5600 – 5300 π.Χ.). Η μαγούλα έχει διαστάσεις περίπου 200 × 200μ. και επιχώσεις βάθους 10μ. Ο εντοπισμός των προϊστορικών επιχώσεων έγινε μετά από χωματουργικές εργασίες στις αρχές του περασμένου αιώνα, με αποτέλεσμα να γίνει μια πρώτη ανασκαφική διερεύνηση από το μεγάλο Έλληνα αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα (1905), ενώ η ανασκαφή συνεχίστηκε από τους Άγγλους αρχαιολόγους A.Wace και M. Thompson (1907- 1910) με διάνοιξη δοκιμαστικών τομών και μας προσέφεραν σημαντικά αρχιτεκτονικά και κεραμεικά κατάλοιπα, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για τις μεταγενέστερες έρευνες, μελέτες και ερμηνείες ανάλογων ευρημάτων της περιόδου, από άλλες θέσεις. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που εντοπίσθηκαν, προέρχονταν από τέσσερα οικήματα, τα τρία εκ των οποίων επάλληλα. Πρόκειται για αρκετά μεγάλων διαστάσεων επιμελημένα ορθογώνια κτίσματα, με λίθινο θεμέλιο και πλίνθινη ανωδομή.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΧΙΛΛΕΙΟΥ



Στο Ν άκρο της πεδιάδας των Φαρσάλων, στις παρυφές του σύγχρονου χωριού Αχίλλειο, 5χλμ ΝΑ της πόλης των Φαρσάλων, μέσα σε μια περιοχή με πολλά ρέματα, βρίσκεται η νεολιθική μαγούλα του Αχιλλείου. Έχει διαστάσεις 200 × 260 μ. και εδράζεται επάνω σε ένα φυσικό ύψωμα. Η διάρκεια ζωής του νεολιθικού οικισμού εκτείνεται από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο έως τη Μέση Νεολιθική (6.500 – 5.500 π.Χ.). Αρχικά οι οικίες ήταν ημιυπόγειες, πασσαλόπηκτες καλύβες (αρχές Αρχαιότερης Νεολιθικής). Αργότερα, στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. τα σπίτια κτίζονται ελεύθερα στο χώρο, δηλαδή σε απόσταση το ένα από το άλλο. Οι εξωτερικοί τους τοίχοι έχουν λίθινα θεμέλια με ανωδομή από ξύλα και πηλό ( τεχνική pisé ). Στα τέλη της 6ης χιλιετίας π.Χ. κατασκευάζονται πασσαλόπηκτες καλύβες με εστίες για θέρμανση και μαγείρεμα στο εσωτερικό των σπιτιών, αλλά και στους κοινόχρηστους χώρους. Σε υπαίθριο χώρο, κοντά σε ένα σπίτι, εντοπίσθηκε και θολωτός φούρνος δίπλα στον οποίο υπήρχε μια ορθογώνια, υπερυψωμένη κατασκευή από πηλό, που προφανώς σχετίζεται με την προετοιμασία της τροφής. Κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο σημειώνεται αλλαγή τόσο στον προσανατολισμό, όσο και στα υλικά δομής των σπιτιών. Κτίζονται με λιθόκτιστα θεμέλια και πηλόκτιστη ανωδομή και αποτελούνται από δύο χώρους. Εκτός από τις εστίες, στο εσωτερικό των σπιτιών απαντούν και πηλόκτιστες κατασκευές κατά μήκος των τοίχων, τα λεγόμενα θρανία. Ο οικισμός του Αχιλλείου εγκαταλείπεται πριν από τα τέλη της Μέσης Νεολιθικής περιόδου.
ΓΕΦΥΡΑ ΕΝΙΠΕΑ ΠΟΤΑΜΟΥ ΣΤΑ ΔΕΝΔΡΑΚΙΑ ΦΑΡΣΑΛΩΝ


Μια από τις γνωστότερες τοξωτές γέφυρες της οθωμανικής περιόδου στην Ελλάδα και η μεγαλύτερη από όσες σώζονται έως σήμερα, είναι η πολύτοξη γέφυρα του ποταμού Ενιπέα, χτισμένη προς βορρά των Φαρσάλων, επάνω στο δρόμο που συνδέει τη Λάρισα με το Δομοκό, γνωστή παλαιότερα ως το Γεφύρι του Πασά. Η γέφυρα αυτή οικοδομήθηκε το 1752, έπειτα από διαταγή του τότε Οθωμανού διοικητή Θεσσαλίας Αχμέτ Ραμίτ Πασά, ενός διανοουμένου και διακεκριμένου πολιτικού της εποχής και αποτέλεσε σημαντικό τεχνικό έργο, όχι μόνον της εποχής του, αλλά και μέχρι μερικές δεκαετίες πριν, καθώς γεφύρωνε τον κύριο δρόμο που συνέδεε τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα. Το τεράστιο αυτό πετρογέφυρο αποτελείται από επτά ανισομεγέθη, σε άνοιγμα και ύψος, τόξα. Το τόξο με το ευρύτερο άνοιγμα κείται προς νότο και διαδοχικά τα υπόλοιπα προς βορρά βαίνουν μειούμενα. Το μικρότερο και βορειότερο τόξο κατασκευάσθηκε αργότερα, σε δεύτερη φάση και παρουσιάζει αρχιτεκτονικές διαφορές με τα υπόλοιπα, καθώς έχει ενισχυθεί με ένα πέτρινο στηθαίο. Το νοτιότερο και μεγαλύτερο τόξο γεφύρωνε ανέκαθεν τη βαθειά κοίτη του ποταμού. Το συνολικό μήκος της κατασκευής φθάνει τα 110 μέτρα. και το πλάτος τα 5,50 μέτρα. Η γέφυρα είναι κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο, ενώ από τη δεκαετία του 1990, μετά από την κατασκευή νέας γέφυρας αμέσως ανατολικότερα της, έχει παροπλιστεί.
Ο ΤΕΚΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΣΠΡΟΓΕΙΑ ΦΑΡΣΑΛΩΝ


Στον οικισμό της Ασπρόγειας της Τ.Κ. Ερέτριας Φαρσάλων, στο ανατολικότερο άκρο του Δήμου Φαρσάλων, μέσα σε ένα ειδυλλιακό, βουκολικό τοπίο υψώνεται μοναστηριακό συγκρότημα της οθωμανικής περιόδου, που ανήκε στο μυστικιστικό τάγμα των Μπεκτασί. Υπήρξε ένας από τους ακμαιότερους τεκέδες των Μπεκτασήδων, παλαιότερα ήταν γνωστός με την προσωνυμία «Ντουρμπαλή Τεκκές» ή «Ιρενί Τεκές», από το τουρκικό όνομα του χωριού Ασπρόγεια που ήταν «Ιρενί» και καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, δηλαδή από τα τέλη του 15ου αιώνα έως το 1973, οπότε και απεβίωσε ο 33ος και τελευταίος μπουμπάς (ηγούμενος) του μοναστηριού ήταν φημισμένος και δεχόταν πολλούς επισκέπτες. Όπως πολύ συχνά συνέβαινε με τους τεκέδες, ο Ιρενί τεκές χτίσθηκε επάνω στα ερείπια ενός Βυζαντινού, όπως ομολογείται, μοναστηριού του 10ου αιώνα, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Τόσο η ανοικοδόμηση, όσο και η λειτουργία του οφείλουν πολλά στα πρότυπα των χριστιανικών μοναστηριών. Ως ιδρυτής του φέρεται ο Τούρκος, φανατικός Μπεκτασί – δερβίσης, Ντουρμπαλή, που καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και φαίνεται να φτάνει στην Ασπρόγεια περί τα 1492 / 911 έτος Εγίρας. Οι επίσημες τουρκικές αρχές της Θεσσαλίας παραχωρούν στο δερβίση Ντουρμπαλή την άδεια να ιδρύσει τεκέ στο Ιρενί, ως αναγνώριση των ανεκτίμητων στρατιωτικών υπηρεσιών, που εκείνος τους πρόσφερε στο πολεμικό πεδίο και οι οποίες συνέτειναν στην ολοκληρωτική κατάκτηση της Θεσσαλίας, την υποταγή του χριστιανικού πληθυσμού της και δυνάμει στον εξισλαμισμό του. Μέσα στους επόμενους αιώνες, ο τεκές του Ιρενί ενισχύθηκε με τα τσιφλίκια των χωριών Ιρενί (Ασπρόγεια Φαρσάλων) και Αρντουάν (Ελευθεροχώρι Μαγνησίας), μια έκταση, δηλαδή, τριάντα δύο χιλιάδων (32.000) στρεμμάτων, γεγονός που τον κατέστησε οικονομικά ισχυρό. Κατά μία άποψη το αρχικό όνομα της Μονής «Ντουρμπαλή Τεκκές» οφείλεται στο θρυλούμενο ιδρυτή της, ενώ κατά μία άλλη είναι παραφθορά της λέξης τουρμπές και με άλλα λόγια η Μονή λεγόταν «Τεκκές των Τάφων». Κομβικό σημείο στην ιστορική πορεία του Ιρενί Τεκέ μέσα στο χρόνο είναι τα μέσα του 18ου αιώνα. Τότε σημειώνεται μια αξιοπρόσεχτη αλλαγή στη γεωγραφική καταγωγή και εθνική προέλευση των μπαμπάδων του ευσεβούς καθιδρύματος. Ενώ, μέχρι τότε δηλαδή, παρ' ελαχίστων εξαιρέσεων, οι ηγούμενοι ήταν τουρκικής καταγωγής, αίφνης, στη συντριπτική πλειονότητα τους, οι ηγούμενοι έλκουν την καταγωγή τους από την Αλβανία. Το καθοριστικό γεγονός, που οδήγησε στην ανατροπή των δεδομένων, πρέπει να αναζητηθεί στη δράση του Αλή Πασά Τεπελενλή. Ο Αλή Πασάς, γνωστός Μπεκτασής ο ίδιος, στην επίμαχη περίοδο, προσαρτά τη Θεσσαλία στην επικράτειά του και για πολιτικούς, προφανώς, λόγους φροντίζει να περάσει ο έλεγχος του Τεκέ σε Αλβανούς. Στην ολοκληρωτική και αμετάκλητη μετατροπή του τεκέ σε Αλβανικό χώρο, καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο νόμος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης του 1925 για την καταστροφή των Τεκέδων. Τότε η ανώτατη αρχή, που επόπτευε τον Τεκέ στην Ασπρόγεια, φεύγει από την Τουρκία και βρίσκει φιλόξενο καταφύγιο στην Αλβανία. Αρχιτεκτονικά αποτελείται από δύο πυρήνες, οριζόμενους εντός λίθινων, χτιστών περιβόλων. Ανάμεσα στους δύο περιβόλους ανοίγεται ευρύχωρη πλακόστρωτη έκταση. Εντός του νοτίου ταφικού περιβόλου εκτείνεται το κοιμητήριο της Μονής. Εκεί δεσπόζουν δύο τουρμπέδες (μαυσωλεία), που περιβάλλονται από τριάντα τρεις τάφους. Ο βόρειος κοινοβιακός περίβολος της μονής περικλείει τους χώρους διημέρευσης και δραστηριοποίησης της μονής. Στην είσοδο του μοναστηριακού συγκροτήματος, πριν από τους δύο περιβόλους, μέσα σε μια συστάδα πλατάνων, υψώνεται μια γραφική λιθόκτιστη κρήνη.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΝΕΡΑΪΔΑΣ


Μέσα στα διοικητικά όρια της Νεράιδας Φαρσάλων υπάρχουν δύο μικρά μονότοξα, λιθόκτιστα γεφύρια, αμφότερα της οθωμανικής περιόδου.
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΙΤΟΧΩΡΟΥ
Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου στο Σιτόχωρο Φαρσάλων είναι μια ενδιαφέρουσα βασιλική του 19ου αιώνα, ίσως και πρωιμότερη, με εικονογραφικό διάκοσμο μη συνηθισμένης αισθητικής αντίληψης.
ΧΤΟΥΡΙ

Βορειοανατολικά του Πολυνερίου, νοτιοανατολικά της Υπέρειας, βόρεια του Ελληνικού και δυτικά του οικισμού Πυργάκια βρίσκεται ο λόφος «Χτούρι». Μαρτυρίες αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων (Όμηρος, Στράβων, Ηρόδοτος κ.ά.) εντοπίζουν εκεί την αρχαία πόλη Ελλάς ή την αρχαία πόλη Ευύδριο. Στην κορυφή τού λόφου υπάρχουν ερείπια κυκλώπειων τειχών και αρκετά σημαντικά λείψανα που περιμένουν την αρχαιολογική σκαπάνη. Το όνομα της θέσης θεωρείται παραφθορά της λέξης κτήριο, ενώ κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι η πραγματική ονομασία είναι «Οχτούρι», γιατί η αρχαία πόλη είχε οχτώ εισόδους. Τον Μάιο του 1931 ο Γάλλος αρχαιολόγος Yves Béquignon πραγματοποίησε μικρής κλίμακας ανασκαφικές έρευνες στο χώρο. Διαπιστώθηκε ότι η ανθρώπινη παρουσία υπήρξε συνεχής από τη Μεσοελλαδική εποχή (2000-1600 π.Χ.) μέχρι το 198 π.Χ., οπότε η πόλη λεηλατήθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε΄. Διέθετε δύο οχυρωματικούς περιβόλους, τον κατώτερο, κυκλώπειας κατασκευής με μεγάλους πολυγωνικούς λίθους, και το μικρότερο και ανώτερο από μικρές ακανόνιστες πέτρες. Στα ριζά της δυτικής πλευράς του λόφου υπάρχει μία μικρή μαγούλα, στη βόρεια πλευρά της οποίας βρέθηκαν τα κατάλοιπα ενός ορθογώνιου κτηρίου διαστάσεων 6x14μ. και θραύσματα δύο μαρμάρινων ανθεμίων, που πιθανολογείται ότι ανήκουν σε ακρωτήριο ναού.
ΕΝΙΠΕΑΣ ΠΟΤΑΜΟΣ


Χαρακτηριστικό, ανά τους αιώνες, φυσικό τοπίο του Δήμου Φαρσάλων είναι ο ποταμός Ενιπέας γνωστός και ως Τσαναρλής (στα τουρκικά, δηλαδή πλατανόφυτος) ή Χιλιαδιώτικος. Είναι ο δέκατος μεγαλύτερος ποταμός της Ελλάδας, με οφιοειδές σχήμα και συνολικό μήκος 84 χλμ. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του όρους Όθρυς και αφού διασχίσει την πεδιάδα των Φαρσάλων, καταλήγει στον Πηνειό ποταμό, ανάμεσα στα μικρά υψώματα Τίτανος και Ζάρκος. Γεφυρώνεται από πολλά γεφύρια, με πιο σημαντική και αξιόλογη αρχιτεκτονικά και αισθητικά, την πολύτοξη γέφυρα στο δρόμο Φαρσάλων-Λάρισας Σύμφωνα με τα μυθολογικά στοιχεία, που παραδίδονται στην Οδύσσεια του Ομήρου, ο Ενιπέας ήταν ο ωραιότερος από τους ποτάμιους θεούς και τον ερωτεύθηκε η Τυρώ, καθώς έκανε μπάνιο στα νερά του. Ο θεός Ποσειδώνας, όμως, είδε την Τυρώ και την ερωτεύθηκε. Αντιλαμβανόμενος ότι εκείνη δε θα δεχόταν τον έρωτά του, την εξαπάτησε και παίρνοντας τη μορφή του Ενιπέα ενώθηκε μαζί της και απέκτησαν τους δίδυμους Πηλέα και Νηλέα. Ιστορικά, το όνομα του ποταμού είναι συνδεδεμένο με δύο μεγάλης σημασίας μάχες, η μία της αρχαιότητας και η άλλη της νεότερης περιόδου. Το 48 π.Χ. παρά τον Ενιπέα διεξήχθη μάχη ανάμεσα στους Ρωμαίους διεκδικητές της εξουσίας, Πομπηίο και Ιούλιο Καίσαρα, ενώ κατά τους νεότερους χρόνους, στις 23 Απριλίου 1897, έγινε και πάλι μάχη κοντά στον Ενιπέα, μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού στρατού ( η γνωστή «Μάχη των Φαρσάλων»). Ετυμολογικά, το όνομα του ποταμού προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ἐνιπάω -ῶ, που σημαίνει είμαι βοερός, θορυβώδης. Επομένως, ο Ενιπέας ήταν ένα ποτάμι πλούσιο σε νερά με δυναμική ροή.
ΧΑΪΔΑΡΙΑ

Η περιοχή Χαϊδάρια βρίσκεται νότια της ακροπόλεως των Φαρσάλων. Σκιάζεται από πυκνά πλατάνια, ενώ διαρρέεται από μικρό ρέμα, γνωστό και ως «Χαϊδαρόρεμα». Πρόκειται για περιοχή ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς και στον παρόχθιο άξονά της ο Δήμος διαμορφώνει ένα περιπατητικό μονοπάτι.
ΣΠΗΛΑΙΟ ΒΑΣΙΛΟΤΡΥΠΑ ΣΤΑ ΒΡΥΣΙΑ



Το σπήλαιο Βασιλότρυπα βρίσκεται στα νότια του χωριού Βρυσιά Φαρσάλων. Η είσοδος του σπηλαίου βρίσκεται σε υψόμετρο 355 μέτρων και είναι διαστάσεων 5 μέτρων μήκος και 2 μέτρων ύψος. Αποτελείται από σειρά μεγάλων αιθουσών, με συνολικό μήκος περίπου 200 μέτρων. Το ύψος της οροφής σε ορισμένα σημεία φτάνει τα 8 μέτρα. Σε αρκετά σημεία υπάρχουν σταλακτικές κολώνες, που καλύπτουν τα τοιχώματα του σπηλαίου. Το πιο εντυπωσιακό, που μπορεί κάποιος να αντικρύσει στο σπήλαιο είναι οι χιλιάδες νυχτερίδες, που ζουν εκεί. Επίσης, αναφέρεται η ύπαρξη βραχογραφιών στα τοιχώματά του, γεγονός που φανερώνει ότι κάποτε κατοικήθηκε.
ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ (ΘΕΣΗ ΚΑΡΑΓΚΙΟΥΛΙ)

Η θέση «Καραγκιούλι», στις υπώρειες του «Κάστρου Καλλιθέας», πλησίον του ομώνυμου σύγχρονου χωριού, είναι μια ειδυλλιακή τοποθεσία που διαρρέεται από τα νερά ενός ρέματος, που κατεβαίνει από το βουνό, σκιάζεται από ψηλά πλατάνια και κοσμείται με μια γραφική, λιθόκτιστη, παραδοσιακή κρήνη. Στην κορυφή του βουνού, σε υψόμετρο 618 μ., ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της «Περιοικίδος Αχαΐας Φθιώτιδας», Πεύμα. Ο Ενιπέας ποταμός περιρρέει τη βάση του λόφου σε τρεις πλευρές προσδίδοντας στο τοπίο μια σπάνια και μοναδική ομορφιά. Από τον περιφερειακό χωματόδρομο, που αγκαλιάζει τη βάση του βουνού, ξεκινά ένα σηματοδοτημένο αρχαιολογικό μονοπάτι που απολήγει στην ανατολική πύλη της αρχαίας ακρόπολης «Πεύμα», με συνολικό μήκος περί τα 1.000 μ. Στην αρχή του μονοπατιού έχει διαμορφωθεί ένας φιλόξενος χώρος αναψυχής.
ΔΑΣΟΣ ΧΑΛΚΙΑΔΩΝ


Στους Άνω Χαλκιάδες σώζεται το τελευταίο τμήμα του μεγάλου αρχαίου δάσους με βελανιδιές και καταπληκτική χλωρίδα, όπου ο επισκέπτης μπορεί να χαλαρώσει και να απολαύσει την ωραιότερη θέα του κάμπου, των γύρω λόφων, των βουνών και των χωριών. Στην περιοχή λειτουργεί αναψυκτήριο.
ΔΑΣΟΣ ΑΜΠΕΛΕΙΑΣ

Στα νοτιοδυτικά της Τοπικής Κοινότητας Αμπελειάς βρίσκεται δάσος αποτελούμενο από πυκνές βελανιδιές.
ΔΑΣΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ

Στα δυτικά και ανατολικά όρια της Τοπικής Κοινότητας Βασιλικών υπάρχουν δύο μικρά δασάκια από πεύκα, κυπαρίσσια, βελανιδιές και πουρνάρια.
ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ ΦΑΡΣΑΛΟΥ

Το 48 π.Χ., ανοιχτά της πόλης της Φαρσάλου, στην κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού, διεξήχθη μία από τις διασημότερες μάχες της ιστορίας, γνωστή ως μάχη της Φαρσάλου. Αντίπαλοι υπήρξαν οι Ρωμαίοι διεκδικητές της εξουσίας, Ιούλιος Καίσαρ και Γναίος Πομπηίος. Η νίκη του Ιουλίου Καίσαρα άλλαξε τον ρου της ιστορίας και άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία της μεγαλύτερης, σε έκταση και διάρκεια, αυτοκρατορίας του κόσμου.
ΚΡΗΝΗ



Θέση πολύ σημαντικού οικισμού της ρωμαϊκής περιόδου. Τμήμα του πλουσιώτατου νεκροταφείου του ήρθε στο φως, λίγα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών.
ΔΑΣΟΛΟΦΟΣ
Θέση εύρεσης μεγάλου κτηρίου της ρωμαϊκής εποχής.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΦΑΡΣΑΛΑ

Η πόλη των Φαρσάλων είναι μια από τις αρχαιότερες κοιτίδες αδιάλειπτης κατοίκησης της Ευρώπης, καθώς μετρά 6000 χρόνια ζωής. Υψώνεται επάνω από τις πηγές του Απιδανού ποταμού σε μια θέση στρατηγικής σημασίας, καθώς έλεγχε πάντα τους δρόμους που οδηγούσαν από τη βόρεια στη νότια Ελλάδα. Στα ιστορικά χρόνια ήταν η πρωτεύουσα της Θεσσαλικής Τετράδας Φθιώτιδας και αναδείχθηκε αναμφισβήτητα σε μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις τις αρχαίας Ελλάδας, διάσημη για το ιππικό της και την τρυφηλή ζωή των αριστοκρατών κατοίκων της. Στα χρόνια της βυζαντινής και αργότερα της οθωμανικής αυτοκρατορίας η περιοχή των Φαρσάλων γνώρισε και στιγμές δυστυχίας, αλλά και στιγμές ευμάρειας, δημιουργίας και ανάπτυξης. Οι στιγμές της άνθησης αντικαθρεφτίζονται στα έργα της αρχιτεκτονικής, πολλά εκ των οποίων ακόμη διασώζονται και αποτελούν σημεία συγκέντρωσης ενδιαφέροντος. Ο Δήμος Φαρσάλων είναι ένας τόπος έμφορτος συναρπαστικών μύθων, λαμπρής ιστορίας και σύγχρονης ανάπτυξης. Είναι ο τόπος που σηματοδότησε τη μυθική γένεση του έθνους των Ελλήνων, ενώ εδώ, είδε το φως ο εμβληματικότερος των αρχαίων ηρώων, ο Αχιλλέας και λατρεύτηκε με πάθος η μητέρα του, η Νηρηίδα Θέτιδα.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΡΗΝΕΣ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στους ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς του ΒΔ γεωγραφικού τόξου του Δήμου Φαρσάλων υπήρχαν φυσικές πηγές με τρεχούμενα νερά σε αφθονία, οπότε για την ευκολότερη χρήση και διαχείριση τους κατασκευάζονταν χτιστές κρήνες. Αυτές απαντώνται τόσο εντός των οικισμών, συνηθέστερα στις εισόδους τους, όσο και στην ύπαιθρο χώρα, μέσα στους αγρούς. Είναι κομμάτια και του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος και κάποτε αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους. Η πλειονότητα των σωζομένων κρηνών, στη σημερινή μετασκευασμένη τους μορφή, χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, είναι όμως βέβαιο ότι οι περισσότερες εξ αυτών ανάγονται στο 18ο αι, μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας του τόπου. Έχουν καταγραφεί συνολικά 54 κρήνες έως τώρα.
ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟ - ΑΜΠΕΛΕΙΑ ΔΗΜΟΥ ΦΑΡΣΑΛΩΝ

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο F. Stählin υπήρξε ο πρώτος αρχαιολόγος που επισκέφθηκε τη θέση Παλαιόκαστρο, έναν λόφο βορείως του χωριού Κάτω Δερενγκλί (Αμπελειά). Στον λόφο αυτό, ύψους 222μ., αντίκρισε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και θεώρησε ότι εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη Παλαιοφάρσαλος, η δυτικότερη της μυθικής περιοχής Ελλάς, ανοιχτά της οποίας διεξήχθη η περίφημη μάχη μεταξύ του Πομπηίου και του Καίσαρος. Το 1931 ο Γάλλος αρχαιολόγος Yves Béquignon πραγματοποίησε εδώ μικρής κλίμακας ανασκαφική έρευνα. Η θέση βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Ενιπέα ποταμού μεταξύ των σύγχρονων χωριών Αμπελειά προς Ν και Κάτω Δασόλοφος προς Β. Στην κορυφή του λόφου, σε πλάτωμα προσανατολισμένο στον άξονα Β –Ν, εντόπισε λείψανα οχύρωσης και κτηρίων. Στις 25 Μαΐου 1931, δίπλα στον τοίχο θεμελίωσης ενός μεγάλου κτηρίου, βρέθηκαν τα θραύσματα του περίφημου δίνου του Σοφίλου, με την παράσταση άθλα επί Πατρόκλω. Τη δεκαετία του 1980, όταν ο Γάλλος επιγραφολόγοςJ. Cl. Decourt επισκέφθηκε τον χώρο, κανένα αρχιτεκτονικό ερείπιο δεν ήταν ορατό και ο χώρος, όπως και σήμερα, είχε παραδοθεί στην αγροτική καλλιέργεια.