Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Κονάκι Κυζερίδη στο Πολυνέρι & Κονάκι Βασιλείου στον Παλαιόμυλο Φαρσάλων

Η Ιστορία του Αρχιτεκτονικού τύπου του Κονακίου

Η λέξη κονάκι προέρχεται από την τουρκική λέξη konak, που σημαίνει κατάλυμα και κατ’ επέκταση χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κατοικία του τσιφλικά, δηλαδή του Οθωμανού ιδιοκτήτη μεγάλης αγροτικής έκτασης. Το τσιφλίκι αποτέλεσε τη διάδοχη κατάσταση του τιμάριου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που υπήρξε ένα μεγάλο αγρόκτημα, οργανωμένο και διαρθρωμένο σύμφωνα με τα πρότυπα των μεσαιωνικών φέουδων και στηριζόταν στην ύπαρξη δουλοπάροικων.

Το σύστημα των τσιφλικιών άκμασε το 17ο και το 18ο αιώνα, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας, όπου η γεωμορφολογία το επέτρεπε.

Το κονάκι συνήθως δέσποζε μέσα στην έκταση του τσιφλικιού. Τις περισσότερες φορές ήταν λιθόδμητο, με ορθογώνια κάτοψη και αναπτυσσόταν σε δύο ορόφους. Όταν υπήρχε η δυνατότητα, χτιζόταν σε εποπτική θέση υψώματος. Πλαισιωνόταν πάντοτε από βοηθητικά παράσπιτα και αποθήκες. Στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του απλώνονταν τα ταπεινά πλίνθινα σπίτια των κολίγων, δηλαδή των δουλοπάροικων καλλιεργητών της γης.

Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 τα τσιφλίκια πέρασαν στην κατοχή πλουσίων Ελλήνων, οι οποίοι πολλές φορές έχτισαν νέα κονάκια, αναθέτοντας το σχεδιασμό τους σε επώνυμους αρχιτέκτονες της εποχής. Στα νέα αυτά κτίσματα επιτυγχάνεται ένας ενδιαφέρων συνδυασμός παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και νεοκλασικισμού, που εκφράζει εύστοχα τα οικονομικά, κοινωνικά και πνευματικά δεδομένα της νεοσύστατης ελληνικής κοινωνίας στη Θεσσαλία της εκπνοής του 19ου και της αυγής του 20ου αιώνα. Συχνά στο κτηριακό συγκρότημα του κονακιού ενσωματώνεται και η κούλια, δηλαδή μια πυργοειδής κατασκευή που αποσκοπεί στην επόπτευση και επίβλεψη της ευρύτερης περιοχής του τσιφλικιού.

Κονάκι Κυζερίδη στο Πολυνέρι Φαρσάλων

Στο δυτικό άκρο του Δήμου Φαρσάλων, στην Τ.Κ. Πολυνερίου υψώνεται ένα από τα χαρακτηριστικότερα οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής των Φαρσάλων. Πρόκειται για το κονάκι Χαροκόπου, ιδιοκτησίας σήμερα του διπλωμάτη – καθηγητή Δρ. Παναγιώτη Κυζερίδη, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα τσιφλικόσπιτου, που χαρακτηρίσθηκε διατηρητέο μνημείο το 1999.

Όπως παραδίδεται, το κτήριο ανεγέρθηκε αρχικά το 1485 σε σχέδια Βενετσιάνων αρχιτεκτόνων, ίσως του αρχιτέκτονα της Αναγέννησης Παλλαδίου. Ανήκε σε άρχοντες Βενετσιάνους όταν η Θεσσαλία ήταν μέρος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και αργότερα περιήλθε στην κατοχή Τούρκων μπέηδων, μέχρι και την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881. Τότε πέρασε στην κατοχή του νεοαφιχθέντα από τη Ρουμανία Κεφαλλονίτη επιχειρηματία, Γεράσιμο Χαροκόπο, ενός εξαιρετικά πλούσιου Έλληνα της διασποράς που απέκτησε την περιουσία του με γεωργικές επιχειρήσεις. Ο Παναγής Χαροκόπος έφθασε στην πρόσφατα απελευθερωμένη Θεσσαλία και αγόρασε έξι μεγάλα τσιφλίκια στον κάμπο, ένα εκ των οποίων το κονάκι στο Πολυνέρι Φαρσάλων. Η διεύθυνση της εκμετάλλευσης των τσιφλικιών ανατέθηκε στον μικρότερο αδελφό του Σπυρίδωνα. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι το κονάκι στο Πολυνέρι πουλήθηκε στην πολύ ευκατάστατη οικογένεια του Αλέξανδρου Πάντου από τον Βόλο (ο Αλέξανδρος Πάντος υπήρξε εκείνος, που με το κληροδότημά του δημιουργήθηκε το Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών). Η τελευταία ιδιοκτήτριά του ήταν η Λάουρα Πάντου που δολοφονήθηκε τον Ιούλιο του 1986. Από τους κληρονόμους της, τον Σεπτέμβριο του 1986, το κονάκι αγοράσθηκε από τον καθηγητή και διπλωμάτη Δρ. Παναγιώτη Κυζερίδη, μόνιμο κάτοικο Ιταλίας, που έλκει όμως την καταγωγή του από το Πολυνέρι.

Το αρχοντικό τριώροφο

Ρυθμού νεοκλασικού Τοσκάνης με ανάλογο διάκοσμο, όπως σχεδόν φαίνεται σήμερα, περιείχε τρεις αποθήκες μεγάλες για τα προϊόντα από το τσιφλίκι, ένα μεγάλο στάβλο για τα άλογα και ένα μαντρί για τα πρόβατα που ήταν στην πλαγιά του βουνού. Στην είσοδο του περιτειχισμένου χώρου περίπου 20 στρεμμάτων υπήρχε ένα διώροφο οικοδόμημα, η επιστασία, όπου διέμενε ο διαχειριστής και οικονόμος. Ο περίβολος ήταν χτισμένος με πέτρες εμφανείς, σήμερα το μεγαλύτερο μέρος είναι τσιμεντομένο, και είχε τρεις εισόδους. Κύρια είσοδο στο νότο χτισμένη από πέτρα, με πέτρες σιδερένιες σκαλισμένες με σχέδια και λόγχες. Στον βορρά για την είσοδο προϊόντων και ζώων από το κτήμα και μια είσοδο στα νοτιοδυτικά απ’ όπου εισέρχονταν οι εργάτες και τα μηχανήματα καλλιέργειας. Στα ανατολικά του αρχοντικού ήταν ανθόκηπος και κήπος παραγωγής λαχανικών με οπωροφόρα δέντρα και αμπέλι. Ένας εσωτερικός κήπος χώριζε το αρχοντικό από τα άλλα κτήρια, παράσπιτα (σήμερα διασώζονται δύο), μαγειρείο όπου στεγάστηκε το πρώτο σχολείο στο Πολυνέρι, τα διαμονητήρια των μονίμων εργατών όπως και ο χώρος για προστασία των γεωργικών μηχανημάτων και εργαλείων.

Το σύστημα των τσιφλικιών άκμασε το 17ο και το 18ο αιώνα, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας, όπου η γεωμορφολογία το επέτρεπε.

Το κονάκι συνήθως δέσποζε μέσα στην έκταση του τσιφλικιού. Τις περισσότερες φορές ήταν λιθόδμητο, με ορθογώνια κάτοψη και αναπτυσσόταν σε δύο ορόφους. Όταν υπήρχε η δυνατότητα, χτιζόταν σε εποπτική θέση υψώματος. Πλαισιωνόταν πάντοτε από βοηθητικά παράσπιτα και αποθήκες. Στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του απλώνονταν τα ταπεινά πλίνθινα σπίτια των κολίγων, δηλαδή των δουλοπάροικων καλλιεργητών της γης.

Οι τέσσερις αιώνες κατά τους οποίους στέκει ορθό το κτήριο φυσικά του προξένησαν φθορές και αλλοίωσαν δραματικά την αρχιτεκτονική του όψη. Στην τωρινή του εικόνα (που αποτελεί προϊόν της πρόσφατης ανακαίνισης του από τον τελευταίο ιδιοκτήτη του) είναι διώροφο, με επιπλέον ορθογώνια πυργοειδή απόληξη κούλιας, στο επάνω μέρος του. Από εκεί ο επιστάτης του τσιφλικιού είθισται να παρακολουθεί τις εργασίες των κολίγων.

Το αρχιτεκτονικό σύνολο του κονακιού συμπληρώνουν ένας περιβάλλων ψηλός λιθόκτιστος μαντρότοιχος, τέσσερις μεγάλες αποθήκες, ένα κτήριο εισόδου και δύο παράσπιτα, ενώ αγκαλιάζεται από κήπο έκτασης περί τα 70 στρέμματα.

Κονάκι Βασιλείου στον Παλαιόμυλο Φαρσάλων

Πρόκειται για ένα αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των τσιφλικόσπιτων, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στη Θεσσαλία. Το κονάκι έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο, αλλά η κατάσταση διατήρησής του είναι δραματικά κακή, διότι, πλέον των έξι δεκαετιών τώρα, στέκει ακατοίκητο και αφρόντιστο.

Το κυρίως κτίσμα είναι διώροφο, εξολοκλήρου λιθόδμητο, με προστώο στην είσοδο, που στηρίζει μικρό μπαλκόνι με χτιστό στηθαίο στον πρώτο ορόφο. Η στέγη σχημάτιζε τριγωνικό αέτωμα στην πρόσοψη του κτηρίου. Εκτός από τη γραμμή των γωνιολίθων η υπόλοιπη επιφάνεια του εξωτερικού κελύφους ήταν καλυμμένη με ασβεστοκονίαμα ωχρού χρώματος, ενώ το περίγραμμα των ανοιγμάτων των θυρών και των παραθύρων υπογραμμίζεται αρχιτεκτονικά με ένα οδοντωτό πλαίσιο οπτοπλίνθων, αφημένων στο φυσικό τους χρώμα.

Η εικόνα του κονακιού είναι ασφαλώς αποσπασματική, καθώς έχουν απωλεσθεί όλα τα περιβάλλοντα αυτού οικοδομήματα.