Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Ιερό Άντρο των Νυμφών και του Πάνα στο Σπήλαιο Καράπλα

Ένα από τα συναρπαστικότερα ιερά μνημεία της φύσης στην αρχαία Ελλάδα ανοίγεται 4 χλμ νότιο-δυτικά της πόλης των Φαρσάλων, επάνω από τη νότια όχθη του Χαϊδαρορέματος, εκεί που το ρέμα εισχωρεί στην κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού, στη θέση Αλογοπάτι του βουνού Καράπλα. Πρόκειται για ένα σπήλαιο, το οποίο είχε διαμορφωθεί ως ιερό των Νυμφών και του Πάνα και έστεκε επάνω στον αρχαίο δρόμο που συνέδεε τη Θεσσαλία με τη νότιο Ελλάδα.
Το σπήλαιο αυτό ανακαλύφθηκε συμπτωματικά από τον κυνηγό Σωτήριο Ευαγγελόπουλο στις αρχές του 20ου αιώνα και ανασκάφηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή κατά το έτος 1922. Υπήρξε η πρώτη ανασκαφική έρευνα των διάσημων Ιταλών αρχαιολόγων Doro Levi και G. Bagnani.
Πρόσφερε σημαντικά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τις λατρευτικές παραδόσεις και πρακτικές στην αρχαία Θεσσαλία, αλλά και εν γένει στην αρχαία Ελλάδα της κλασικής εποχής. Στα ευρήματα του ιερού περιλαμβάνονται αρκετά πήλινα αφιερωματικά ειδώλια, που συχνά εικονίζουν το Πάνα και τις Νύμφες, καθώς και κεραμεική.

Η είσοδος του σπηλαίου διαγράφεται μερικά μέτρα επάνω από τη βάση ενός βράχου. Επάνω από την απότομη πλαγιά, πριν από το τοίχωμα του βράχου, υπάρχει μια στενή λωρίδα, που μπορεί να διαβεί κανείς μόνο με τα πόδια. Στην είσοδο του σπηλαίου πρέπει να σκαρφαλώσει ο επισκέπτης μέσα από μια σχισμή. Το εσωτερικό του σπηλαίου δεν είναι ευρύχωρο και το ανώμαλο δάπεδό του διασχίζεται από ένα αυλάκι μέσα από το οποίο στην αρχαιότητα έτρεχε το νερό που ανέβλυζε από πηγή στο σκοτεινό βάθος του σπηλαίου.

Στο τοίχωμα του βράχου, στην ανατολική παρειά της εισόδου υπάρχουν σκαλισμένες δύο επιγραφές. Η μία, του 5ου αιώνα π.Χ., μας πληροφορεί ότι κάποιος ονόματι Παντάλκης πρόσφερε στις θεές μια αφιέρωση. Η δεύτερη, χαμηλότερα σκαλισμένη από την πρώτη, είναι ένα επίγραμμα του 4ου αιώνα π.Χ., που αποτελείται από είκοσι ένα στίχους και δοξάζει επτά θεότητες: τον Πάνα, τον Ερμή τον Απόλλωνα, τις Νύμφες, τον Ασκληπιό, το Χείρωνα και τον Ηρακλή. Οι θεότητες αυτές δίνουν τις ευλογίες τους στον Παντάλκη, ο οποίος φρόντισε για τη διαμόρφωση και τον εξωραϊσμό του ιερού. Η επιγραφή δίνει ουσιαστικά λόγο σε μια θεότητα, δίχως ταυτότητα, μια φωνή ανώνυμη που βγαίνει από το βουκολικό τοπίο και προσκαλεί τον περαστικό να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές στις θεότητες, δηλαδή να προσφέρει ως ανάθημα τη θυσία ενός μικρού ζώου.

Η επιγραφή του 5ου αιώνα π.Χ

Παντάλκες
ἀνέθεκε
θεαῖς τόδ’ ἔργον.
τὰν δὲ δάφν[αν]5
ἄερ ἅπαξ Ε
ΦΑΝΠ.

Η επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ

θεός.
χαίρετε τοὶ πα[ριόντες, ἅπ]α[ς] θῆλύς τε καὶ ἄρσην,
ἄνδρες τε ἠδὲ γυναῖκες ὁμῶς παῖδές τε κόραι τε·
χῶρον δ’ εἰς ἱερὸν Νύμφαις καὶ Πανὶ καὶ Ἑρμῆι,5
Ἀπόλλονι ἄνακτι, Ἡρακλεῖ καὶ ἑταίραις,
Χίρωνος τ’ ἄντρον καὶ Ἀσκλαπιοῦ ἠδ’ Ὑγιείας·
τούτων ἐστὶ τ[ά]δ’, ὦνα Πάν, ἱαρώτατ’ ἐν αὐτῶι
ἔμφυτα καὶ πίνακες καὶ ἀγάλματα δῶρά τε πολλ[ά]·
ἄνδρα δ’ ἐποιήσα<ν>τ’ {α} ἀγαθὸν Παντάλκεα Νύμφαι10
τῶνδ’ ἐπιβαινέμεναι χώρων καὶ ἐπίσσκοπον εἶναι,
ὅσπερ ταῦτ’ ἐφύτευσε καὶ [ἐ]ξεπονήσατο χερσσίν,
ἀντίδοσαν δ’ αὐτῶι βίον ἄφθονον ἤματα πάντα·
Ἡρακλέης μὲν ἔδοκ’ ἰσχὺν ἀρετήν τε κράτος τε,
ὧιπερ τούσδε λίθους τύπτων ἐπόησ’ ἀναβαίνε[ιν],15
Ἀπόλλων δὲ δίδωσι καὶ υἱὸς τοῦ[δ]ε καὶ Ἑρμῆς
αἰῶν’ εἰς τὸν ἅπαντα ὑγίειαν καὶ βίον ἐσθλόν,
Πὰν δὲ γέλωτα καὶ εὐφροσύνην ὕβριν τε δικαίαν,
Χίρων δ’ αὐτῶι δῶκε σοφόν τ’ ἔ̣μεν[αι] καὶ ἀοιδόν.
ἀλλὰ τύχαις ἀγαθαῖς ἀναβαίνετ[ε], θύετε Πανί̣,20
εὔχεσθε, εὐφραίνεσθε· κακῶν δ․․․․σις ἁπάν[των]
ἐνθάδ’ ἔνεστ’, ἀγαθῶν δὲ [λάχος(?)] πολέμοιό [τε λῆξις(?)].

 Μαθαίνουμε λοιπόν ότι στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 5ου π.Χ., ο “Παντάλκης” διαμόρφωσε το σπήλαιο και τον περιβάλλοντα αυτού χώρο, ο οποίος ήδη χρησιμοποιούταν στον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ., ανοίγοντας μέσα στο βράχο διόδους πρόσβασης και φυτεύοντας ένα δασύλλιο, που αφιέρωσε στις Νύμφες. Έναν αιώνα αργότερα ο χώρος συνέχισε να θεωρείται ως ιερό, όπου ο Παν, γιος του Ερμή, συναντούσε τις Νύμφες και τον Απόλλωνα, και άλλες μικρότερες θεότητες, τυπικά θεσσαλικές όπως ο Ασκληπιός, ο Χείρων και ο Ηρακλής.