Η Ακρόπολη και το τείχος της Αρχαίας Φαρσάλου
(νέα αρχαιολογικά δεδομένα/ Στέλλα Κατακούτα, Άννα Γιαλούρη, Γιώργος Βήτος)
Η Ακρόπολη της Αρχαίας Φαρσάλου βρίσκεται στον λόφο του Προφήτη Ηλία και καταλαμβάνει μια έκταση 30 περίπου στρεμμάτων, ενώ αποτελείται από δύο πλατώματα με ένα διάσελο ανάμεσά τους. Το μήκος της είναι 550 μ. και το πλάτος 60 μ. Τα πρώτα ευρήματα ανάγονται στην Νεολιθική και την Μυκηναϊκή περίοδο. Στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η Ακρόπολη οχυρώνεται για να εξυπηρετήσει στρατιωτικούς σκοπούς. Ένα τέτοιο πολυδάπανο εγχείρημα είναι ένδειξη της ακμής της Φαρσάλου εκείνη την εποχή. Σ’ αυτή την πρώιμη φάση το σύστημα δομής είναι το πολυγωνικό με καμπύλες που παραπέμπουν στο λέσβιο· οι λίθοι είναι επιμελώς επεξεργασμένοι και το υλικό δομής είναι ο τοπικός γκρίζος ασβεστόλιθος. Στην Ακρόπολη εντοπίζονται δύο πύλες: η βόρεια, που οδηγούσε στην πόλη και η νότια που οδηγούσε στον έξω χώρο. Σ’ αυτή την φάση ανήκει και η κατασκευή μιας δεξαμενής σε σχήμα φιάλης.
Η βόρεια πύλη του τείχους με τον πύργο της
Μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. η Φάρσαλος επωφελείται από την φιλομακεδονική της πολιτική, το τείχος ενισχύεται με πύργους ενώ ανοίγονται πύλες και πυλίδες. Οι πυλίδες χρησιμοποιούνταν σε ειρηνικές περιόδους για την επικοινωνία με τον extra muros χώρο ενώ σε περιόδους πολέμου για αιφνιδιαστικές αντεπιθέσεις. Το σύστημα δομής εκείνης της φάσης είναι το ισόδομο τραπεζιόσχημο. Νέες επεμβάσεις έχουμε στο τείχος στα χρόνια του Δημητρίου Πολιορκητή στην πρώτη δεκαετία του 3ου αιώνα π.Χ. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.) υπάρχει ένα πρόγραμμα οικοδόμησης τειχών σε όλη την αυτοκρατορία, στο οποίο εντάσσεται και η Φάρσαλος. Το τείχος ανακαινίζεται ριζικά και η οχύρωση της Ακρόπολης ενισχύεται· συγκεκριμένα, στο διάσελο, έχουμε την κατασκευή τριών τετράγωνων πύργων, ενώ πύργος κτίζεται και δίπλα στην βόρεια πύλη. Ακόμη, χτίστηκε ένα διατείχισμα το οποίο απομόνωσε το ανατολικό πλάτωμα. Για υλικό δομής στο Ιουστινιάνειο τείχος χρησιμοποιήθηκαν λίθοι από το αρχαίο τείχος με την χρήση υδραυλικού κονιάματος ως συνδετικού υλικού στο κατώτερο τμήμα ενώ στο ανώτερο χρησιμοποιήθηκαν αργοί λίθοι με κονίαμα ως συνδετικό υλικό. Παρατηρούνται οπές όπου έμπαιναν δοκοί για ξυλοδεσιές που ενίσχυαν την αντοχή του τείχους. Στα Βυζαντινά χρόνια η Ακρόπολη αποκτά την μορφή μιας καστροπολιτείας ενώ εντοπίζεται η κατασκευή τριών δεξαμενών, η μεγαλύτερη των οποίων στεγάζεται με καμάρα και ήταν επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα.
Απόψεις του Βυζαντινού τείχους της Ακροπόλεως
Άποψη του Βυζαντινού τείχους με τα προτειχίσματα
Κατασκευαστικά, στα κατώτερα τμήματα του τείχους κατά τις μετασκευές των βυζαντινών χρόνων, επαναχρησιμοποιήθηκαν οι κυβόλιθοι του αρχαίου. Χρησιμοποιείται από τη βάση του τείχους συνδετικό ασβεστοκονίαμα (κουρασάνι), ενώ τα κενά μεταξύ των κυβόλιθων σφραγίζονται με μικρούς αργούς λίθους και θραύσματα πήλινων κεράμων. Στο ανώτερο τμήμα της τοιχοδομίας χρησιμοποιήθηκαν μικρού και μεσαίου μεγέθους αργοί λίθοι “κολυμπητοί” στο συνδετικό κονίαμα. Κατά τόπους στο πάχος του τείχους διακρίνονται οι θήκες υποδοχής ξύλινων δοκαριών. Το πλάτος του βυζαντινού τείχους και των προτειχισμάτων κυμαίνεται από 1,70 – 3,40 μ. , ενώ το μέγιστο σωζόμενο ύψος του αγγίζει κατά προσέγγιση τα 5,00 μ.
Ενα αριστούργημα των Φαρσάλων στο μουσείο του Λούβρου
Το ανάγλυφο αυτό αγοράστηκε το 1863 από τον Γάλλο Αρχαιολόγο και περιηγητή L. HEUZER.
Πιθανότατα πρόκειται για τμήμα επιτύμβιας στήλης. Εικονίζονται δύο αντωπές γυναικείες μορφές που κρατούνε άνθη. Οι μορφές φορούνε πέπλο και έχουνε μαντήλι στα μαλλιά τον λεγόμενο κεκρύφαλο. Οι μορφές φαίνονται ισότιμες, δεν πρόκειται δηλαδή για κυρία και δούλη. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει πως οι μορφές είναι η Δήμητρα και η Περσεφόνη· αν όμως πρόκειται για τμήμα επιτύμβιας στήλης τότε δύσκολα η παραπάνω υπόθεση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Σε κάθε περίπτωση έχουμε έναν ασυνήθιστο εικονογραφικό τύπο. Το ανάγλυφο είναι προϊόν τοπικού εργαστηρίου· είναι ένα ανάγλυφο πρόστυπο, δηλαδή οι μορφές δεν εξέχουν πολύ από την επιφάνεια κάτι που παρατηρείται στα έργα των επαρχιακών εργαστηρίων. Χρονολογείται μετά το 450 π.Χ.