Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Δήμος Φαρσάλων

Η πόλη των Φαρσάλων, η πολυθρύλητη Φθία των μυκηναϊκών χρόνων, υπήρξε ο γενέθλιος τόπος του εμβληματικότερου των αρχαίων Ελλήνων ηρώων, του ομηρικού Αχιλλέα.

Ο Αχιλλέας ήταν γιος του βασιλέα της Φθίας, του Πηλέα και της Νηρηίδος Θεάς Θέτιδας, εγγονός του διογένους Αιακού. Η καταγωγή του συνδεόταν απευθείας με τον ίδιο το Δία. Υπήρξε μυθολογικά, κατά μία εκδοχή, το έβδομο παιδί των γονέων του.

Τα προηγούμενα αδέλφια του έχασαν τη ζωή τους κατά την προσπάθεια της μητέρας τους να τα καταστήσει αθάνατα, απαλλάσσοντάς τα από τα θνητά στοιχεία που τους κληροδοτούσε ο πατέρας τους. Σύμφωνα με το μύθο, η Θέτιδα βάπτιζε τα νεογέννητα παιδιά της μέσα στην ιερή πυρά ή στα νερά του ποταμού Στύγα, που περιρρέει εννέα φορές τον Κάτω Κόσμο κι τον συγκρατεί, παράτολμη πράξη που τα οδηγούσε στο θάνατο. Το ίδιο επιχείρησε να κάνει και με τον Αχιλλέα, μόνο που έγινε αντιληπτή από τον Πηλέα, ο οποίος την εκδίωξε από το βασίλειό του. 

Κατά την πρώτη εκδοχή του μύθου, η Θέτιδα τοποθέτησε το παιδί στην Ιερή Φωτιά της Εστίας, αφού το άλειψε, για να το προστατέψει, με αμβροσία, αλλά ο Πηλέας που την παραμόνευε κατά την εκτέλεση του επικίνδυνου εγχειρήματός της, της άρπαξε το παιδί, ενώ είχαν καεί μονάχα τα χείλη του (ερμηνεύεται έτσι το όνομα του ήρωα, Α-χιλλέας = αυτός που δεν έχει χείλια), καθώς και ο αστράγαλος του δεξιού του ποδιού, τον οποίο γιάτρεψε αργότερα ο Κένταυρος Χείρων βάζοντας στη θέση του οστού που έλειπε, το οστό του γίγαντα Δάμυσου, ο οποίος όσο ζούσε ήταν πολύ γρήγορος στο τρέξιμο και με τη μεταμόσχευση μεταφέρθηκε αυτή του η ιδιότητα στον ήρωα. Κατά τη δεύτερη εκδοχή του μύθου, η Θέτιδα, κρατώντας το γιο της από τη φτέρνα, τον βύθισε στα φονικά, μαγικά νερά του Στύγα ποταμού και κατάφερε να τον κάνει άτρωτο και αθάνατο, εκτός από το σημείο εκείνο που τον κρατούσε, το οποίο παρέμεινε τρωτό και γνωστό, έως και σήμερα, ως «αχίλλειος πτέρνα» (όρος που δηλώνει το ευαίσθητο και ευάλωτο σημείο κάποιου) . Βλέποντας την, όμως ,ο Πηλέας, θεώρησε ότι ήθελε να πνίξει το παιδί τους και έτσι την έδιωξε, στέλνοντας την πίσω στο θαλάσσιο βασίλειο του πατέρα της Νηρέα.

Ακολούθως, ο Πηλέας ανέθεσε την ανατροφή, τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση του γιου του στον Κένταυρο Χείρωνα, που διέμενε στο όρος Πήλιο. Εκεί ο Αχιλλέας διδάχθηκε την ιατρική και τη μουσική πρωτίστως, αλλά και την τέχνη του πολέμου, του κυνηγιού και του δαμάσματος των αλόγων.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΧΕΙΡΩΝ – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟΥ ΑΓΓΕΙΟΥ ΤΟΥ 5ου ΑΙΩΝΑ π.Χ.

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΥ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ 6ου ΑΙΩΝΑ π.Χ.

Διδάχθηκε ακόμη τις υψηλές αρετές, που ταίριαζαν στην ξεχωριστή καταγωγή του, δηλαδή την περιφρόνηση των εγκόσμιων υλικών αγαθών, την απέχθεια για το ψέμα, την εγκράτεια και την αντίσταση στα κακά πάθη, όπως επίσης και την αντοχή στο σωματικό πόνο. Η διατροφή του περιελάμβανε εντόσθια λεόντων και αγριογούρουνων, όπως και μυαλά αρκούδας, με σκοπό να οικειοποιηθεί ο ήρωας τη δύναμη των ζώων αυτών, αλλά και μέλι που θα του μετέδιδε γλυκύτητα και πειθώ στο λόγο.

  Αργότερα, ο Αχιλλέας δέχεται ένα χρησμό, βάσει του οποίου, εάν έπαιρνε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας, θα ζούσε μια ένδοξη, αλλά σύντομης διάρκειας ζωή˙ σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να φθάσει έως τα βαθιά του γεράματα, ζώντας, όμως, μια ζωή στη σκιά και την αφάνεια. Ο Αχιλλέας, ως αυθεντικός ήρωας, επιλέγει να συναντηθεί και να αναμετρηθεί με το πεπρωμένο του, πηγαίνοντας στην Τροία. Η μητέρα του, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον προστατεύσει, τον κρύβει στο νησί της Σκύρου, στο παλάτι του βασιλιά Λυκομήδη. Εκεί ζει ένα διάστημα μεταμφιεσμένος σε γυναίκα και ενώνεται με την κόρη του Λυκομήδη, τη Διηδάμεια, από την οποία αποκτά εν συνεχεία ένα γιο, τον Πύρρο, που έγινε γνωστός ως Νεοπτόλεμος. Ο Οδυσσέας τον αναζητά στη Σκύρο και με ένα καταλυτικό τέχνασμα τον ανακαλύπτει.

[1] Ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος σε πραγματευτή φθάνει στο παλάτι κρατώντας ένα δίσκο με κοσμήματα, υφάσματα και άλλα αντικείμενα πολύτιμα για τις γυναίκες, ανάμεσα στα οποία είχε κρύψει όπλα, που τράβηξαν αμέσως την προσοχή της «Πύρρας», που ήταν το όνομα του μεταμφιεσμένου ήρωα και το οποίο είχε πάρει εξαιτίας του χρώματος των μαλλιών του, που ήταν πυρόξανθα. Εν συνεχεία ο Οδυσσέας έβαλε να ηχήσει η πολεμική σάλπιγγα στο γυναικωνίτη. Τότε, ενώ όλες οι γυναίκες κρύφτηκαν έντρομες, ο Αχιλλέας έμεινε και ζητούσε όπλα.

Με αυτόν τον αναπόδραστο τρόπο, ο Αχιλλέας, δεκαπεντάχρονο παιδί, ξεκινά ως αρχηγός ενός στόλου πενήντα πλοίων, επανδρωμένων με ένα εκστρατευτικό σώμα Μυρμιδόνων, να συναντήσει τη θεϊκή δόξα και το θάνατο. Στο ταξίδι του συνοδεύεται από τον παιδαγωγό του, το Φοίνικα και τον παιδικό φίλο και εξάδελφό του, τον Πάτροκλο.

    Πριν από την αναχώρηση του γιου του, ο Πηλέας του χαρίζει τα όπλα που του είχαν προσφέρει ως γαμήλιο δώρο οι Θεοί, επίσης το κοντάρι από ξύλο μελιάς που του είχε δωρίσει ο Κένταυρος Χείρων και το οποίο ήταν τόσο βαρύ, ώστε κανείς θνητός να μην μπορεί να το σηκώσει, καθώς και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τα αθάνατα άλογα, Ξάνθος και Βάλιος, που είχαν ανθρώπινη λαλιά και είχαν γεννηθεί από την Άρπυια Ποδάγρη. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, ο Πηλέας, ως ύστατη απόπειρα προστασίας του γιου του, κάνει τάμα στον Σπερχειό ποταμό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια ή κατά άλλους, εκατό βόδια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, εάν αυτός γύριζε ζωντανός.

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΙΑΝΤΑΣ ΠΑΙΖΟΥΝ – ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΜΦΟΡΕΑ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΞΗΚΙΑ – 530/525 π.Χ. – MUSEO GREGORIANO ETRUSCO – BATIKANO

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΘΑΝΑΤΩΝΕΙ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΜΑΖΟΝΩΝ, ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΩΝ ΤΡΩΩΝ, ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΥ ΑΜΦΟΡΕΑ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΞΗΚΙΑ – 525 π.Χ. – ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ – ΛΟΝΔΙΝΟ

Με την άφιξη των Αχαιών στην Τροία, ο Αχιλλέας γίνεται το κυρίαρχο πρόσωπο, ο πρωταγωνιστής του στρατοπέδου των Ελλήνων και ο δεσπόζων ήρωας στη μάχη.

    Λίγο μετά την απόβαση στις ακτές της ασιατικής πόλης, σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα και αναγκάζει έτσι, τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην ακρόπολη.

   Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου, με τη δική του καταλυτική συμβολή, λεηλατούνται έντεκα πολιτείες στην περιφέρεια της Τροίας και δώδεκα σε γειτονικά νησιά. Τα λάφυρα από τις εκστρατείες αυτές, ο Αχιλλέας τα παρέδιδε πάντα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, ο οποίος, αφού κρατούσε για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, μοίραζε τα υπόλοιπα με επιλογή ή με κλήρο.

Η συμπεριφορά του Αγαμέμνονα φαίνεται ότι ενόχλησε επανειλημμένα τον Αχιλλέα, ο οποίος, όμως, πάντα σεβάστηκε τον επίσημο αρχηγό των Ελλήνων, αν και εκείνος φάνηκε μικρότερος της θέσης του και των περιστάσεων. Παρά ταύτα, οι εν λόγω εκστρατείες πρέπει να ήταν αρκούντως αποδοτικές και για τον Αχιλλέα, μια που η σκηνή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους υλικά λάφυρα, αλλά και σκλάβες. Άλλοτε πάλι πιάνει αιχμαλώτους και τους πουλάει σε γειτονικά νησιά, όπως τον Λυκάονα, το γιο του Πρίαμου. Κάποτε μάλιστα θα έπιανε και τον Αινεία, το γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του στα βοσκοτόπια της Τροίας. Ο Αινείας τον είδε έγκαιρα και τράπηκε σε φυγή. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε μέχρι τη Λυρνησσό, την οποία τελικά κυρίευσε, ο Αινείας όμως διέφυγε με την παρέμβαση της θεάς μητέρας του.

Στο πεδίο της μάχης η παρουσία του Αχιλλέα είναι καταλυτική και απόλυτη. Προκαλεί αναρίθμητες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των Τρώων. Στο τέλος, όμως,του ένατου χρόνου ή στις αρχές του δέκατου και καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την Τροία βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, οργίστηκε με τη δεσποτική και πέραν στρατιωτικής ηθικής απόφαση του Αγαμέμνονα να του πάρει τη σκλάβα του, τη Βρισηίδα. Η πληγωμένη περηφάνια του Αχιλλέα τον οδηγεί στο να αποτραβηχτεί από κάθε πολεμική σύγκρουση. Ταυτόχρονα, έχοντας γνώση και συνείδηση της ανυπέρβλητης αξίας του στο πεδίο των μαχών, ζητά από τη μητέρα του τη Θέτιδα, να μεσολαβήσει στους θεούς, ώστε να δώσουν τη νίκη στους Τρώες. Ακριβώς αυτό, η μήνις, ο θυμός του Αχιλλέα προς τον Αγαμέμνονα είναι ο θεματικός πυρήνας του ομηρικού έπους «Ιλιάδα», ενός έργου που γνώρισε στην ανθρωπότητα το μεγάλο ήρωα των Ελλήνων, γέννημα της αυγής της προϊστορίας τους.

Και πράγματι η κατάσταση αλλάζει άρδην και αποδεικνύεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης φαντάζει, τότε, περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Οι Αχαιοί αναγκάζονται να στείλουν πρεσβεία στη σκηνή του με σκοπό να προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, αλλά ο ήρωας ακλόνητος στο θυμό του, οδηγεί την απόπειρα συμφιλίωσης σε ναυάγιο. Αρχικά δηλώνει πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Η αποχή από τη μάχη δεν ήταν ανώδυνη για τον Αχιλλέα. Κάθε φορά που έβλεπε από τη σκηνή του κάποιον Αχαιό να γυρίζει πληγωμένος, έστελνε να μάθει για την ταυτότητά του. Τελικά, όταν τα πράγματα οδηγούνται σε οριακή κατάσταση ο αγαπημένος του φίλος Πάτροκλος παίρνει τα διάσημα όπλα του Αχιλλέα και ορμά στη μάχη.

 

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΕΡΙΔΕΝΕΙ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΗΣ ΚΥΛΙΚΑΣ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΣΩΣΙΟΥ – 500 π.Χ. – ALTES MUSEUM – ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΤΟΡΑ – ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΓΓΕΙΟΥ

   Οι Τρώες στη θέα και μόνον των όπλων του Αχιλλέα τρέπονται άτακτα σε φυγή. Ωστόσο ο Έκτορας κατορθώνει να σκοτώσει τον Πάτροκλο και να αφαιρέσει τα όπλα του Αχιλλέα. Το γεγονός αυτό συντρίβει συναισθηματικά τον Αχιλλέα και τον οδηγεί, αναπόφευκτα, πίσω στο πεδίο των μαχών. Η Θέτιδα, εν τω μεταξύ, του φέρνει καινούρια όπλα, σφυρηλατημένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, ορμά στη μάχη διψώντας για εκδίκηση. Σπέρνει τον πανικό στις τάξεις των Τρώων και τους αναγκάζει να κλειστούν στο κάστρο της Τροίας.

 Μετά από δραματική μονομαχία σκοτώνει τον αρχηγό των Τρώων στις μάχες, τον ύψιστο ήρωα τους, τον πρίγκηπα – διάδοχο Έκτορα.

    Εν συνεχεία θάβει με τιμές τον Πάτροκλο, θανατώνει δώδεκα νέους Τρώες επάνω στη νεκρική του πυρά και διοργανώνει προς τιμή του επιτύμβιους αγώνες.

Κρατά άταφο το πτώμα του Έκτορα έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο, έπειτα από σπαρακτική μεσολάβηση του τελευταίου.

Ο ΠΡΙΑΜΟΣ ΙΚΕΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΤΗ ΣΟΡΟ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΛΥΤΡΑ – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟΥ ΣΚΥΦΟΥ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΒΡΥΓΟΥ – 485 π.Χ. – KUNSTHISTORISCHES MUSEUM - ΒΙΕΝΝΗ

Ο θάνατος του Αχιλλέα

Ο Αχιλλέας έχασε τη ζωή του, όπως ακριβώς προέβλεψε η Θέτιδα, πριν πέσει η Τροία, χτυπημένος από βέλος του Πάρη στο μοναδικό θνητό του σημείο, τη φτέρνα.


  Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε την Πολυξένη, μία από τις κόρες του Πρίαμου. Ήταν τόσος ο έρωτας του, που υποσχέθηκε στον πατέρα της να προδώσει τους Έλληνες και να πάει με το μέρος τους. Όταν όμως ο Αχιλλέας μπήκε στο ναό του Απόλλωνα για το κλείσιμο της συμφωνίας, ο Πάρις κρυμμένος πίσω από του άγαλμα του θεού, τον σκότωσε.


  Σύμφωνα με την άλλη, την πιο επικρατούσα παράδοση, ο Αχιλλέας σκοτώθηκε μπροστά στα τείχη της Τροίας, όταν έπεσε σε ενέδρα, καθώς πήγαινε να διαπραγματευθεί εκεχειρία με τον Πρίαμο ή όταν δε δέχτηκε να υποχωρήσει, όπως τον διέταξε ο Απόλλωνας. Τον σκότωσε ο ίδιος θεός ή ο Πάρις που το βέλος του καθοδηγούταν από τον ίδιο τον Απόλλωνα, Ο μύθος αναφέρει ότι η Πολυξένη αυτοκτόνησε επάνω στον τάφο του Αχιλλέα ή ο ίδιος ο Αχιλλέας ζήτησε από τον Άδη μέσω της Θέτιδας, να την θυσιάσουν επάνω στον τάφο του.

 

Όταν σκοτώθηκε ο ήρωας, γύρω από τη σορό του, εκτυλίχθηκε σφοδρός αγώνας για να καταφέρουν οι Αχαιοί να την αποσπάσουν από τα χέρια των Τρώων. Οι σύντροφοί του κήδευσαν τον ήρωα τους με αρμόζουσες, μεγάλες τιμές.


  Ο θρήνος κράτησε 17 ημέρες, πήραν μέρος η Θέτιδα και οι άλλες Νηρηίδες από την θάλασσα και οι Μούσες από τα βουνά, ενώ παραβρέθηκαν και θεοί. Τη δέκατη όγδοη ημέρα το σώμα του Αχιλλέα, που το είχαν ντύσει σαν να ήταν θεός, αλειμμένο με μύρα και μέλι, τοποθετήθηκε επάνω στη νεκρική πυρά. Πρόβατα και βόδια θυσιάστηκαν προς τιμήν του ήρωα, ενώ οι σύντροφοι συμπολεμιστές του πήγαιναν κι έρχονταν αδιάκοπα, πεζοί και έφιπποι, γύρω στην πυρά, χτυπώντας με μεγάλο θόρυβο τα όπλα τους, εκφράζοντας έτσι το θρήνο τους για το χαμό του κορυφαίου ήρωα τους καθώς και τον αποχαιρετισμό τους προς εκείνον, που για δέκα συναπτά έτη υπήρξε ο ανίκητος οδηγός τους στο πολεμικό πεδίο. Το πρωί της επόμενης ημέρας και αφού έσβησαν οι πυρές, συνελέγησαν τα υπολείμματα της νεκρικής καύσης και τοποθετήθηκαν στο χρυσό αμφορέα, το δώρο του Πηλέα προς τον Αχιλλέα για την ταφή του Πατρόκλου, βυθισμένα σε κρασί και μύρα, ενωμένα με τα λείψανα του Πατρόκλου, όπως ακριβώς το είχαν επιθυμήσει οι δύο φίλοι.


   Μετά από την ταφή του, σε μιαν ακτή του Ελλήσποντου και αφού υψώθηκε από όλο το στρατό τύμβος ψηλός για να τον βλέπουν από μακριά οι ναυτικοί, έγιναν αγώνες με έπαθλα πολύτιμα δώρα της Θέτιδας και των θεών. Στους αγώνες αυτούς ο Οδυσσέας, νικώντας τον Αίαντα, πήρε ως έπαθλο τα όπλα του Αχιλλέα που τα έφτιαξε ο Ήφαιστος. Εκεί, στην είσοδο του Ελλησπόντου, στο ακρωτήριο Σίγειον, βρισκόταν το γιγαντιαίο μνημείο, που οι μεταγενέστεροι το τιμούσαν σταθερά με θυσίες νεκρών και που το στεφάνωσε με σεβασμό και ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος.


   Σύμφωνα με άλλη παραδεδομένη εκδοχή, η Θέτιδα μετέφερε το νεκρό γιό της στις εκβολές του Δούναβη, στον Εύξεινο Πόντο, στην νήσο Λευκή. Η ίδια Θέτιδα αναδύει το νησί για να κατοικήσει εκεί ο γιος της. Οι μεταομηρικοί μύθοι προσθέτουν και άλλες πληροφορίες. Ο Αχιλλέας ζούσε εκεί μαζί με την Μήδεια, την Ελένη ή την Ιφιγένεια. Εκεί ζούσαν, επίσης, οι ήρωες μετά θάνατον. Ήταν τα Ηλύσια Πεδία. Λέγεται ότι στην αρχαιότητα υπήρχε μεγάλος ναός με βωμούς αφιερωμένους στον Αχιλλέα. Tα πουλιά βουτούσαν και δρόσιζαν με θαλασσινό νερό το ναό. Εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε να τοποθετήσουν, σύμφωνα με μια παράδοση, τα έπη του Ομήρου σε λάρνακα. Απαγορευόταν να κατοικήσουν άνθρωποι στο νησί ή να το επισκεφτούν γυναίκες. Συχνά οι ναυτικοί που περνούσαν από κει άκουγαν το θόρυβο των όπλων του Αχιλλέα, το τραγούδι και τις διασκεδάσεις του.


   Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι ο Ποσειδώνας, ακούγοντας το θρήνο της Θέτιδας, βγήκε από τη θάλασσα και τη διαβεβαίωσε ότι ο γιος της θα ζήσει σε ένα νησί, όπου ζουν μόνο ήρωες, τα Ηλύσια Πεδία. Εκεί ο Αχιλλέας, πράγματι, συνέχισε να ασχολείται με τις πολεμικές συνήθειές του.

Η ψυχή του ήρωα, σύμφωνα με τον Όμηρο, κατέβηκε στον Άδη και εκεί συνάντησε αργότερα τον Οδυσσέα, κατά την κάθοδο του τελευταίου στο βασίλειο των νεκρών.


  Οι μύθοι θέλουν επίσης, το γιο του Αχιλλέα, το Νεοπτόλεμο να πολεμά στην ύστατη μάχη της Τροίας, που οδήγησε στην άλωσή της. Μπήκε με το Δούρειο Ίππο στην πόλη και εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του, σκοτώνοντας τον Πρίαμο, τον Αστυάνακτα, το γιο του Έκτορα και την Πολυξένη, αδελφή του Έκτορα, την οποία θυσίασε στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ πήρε σκλάβα του την Ανδρομάχη, τη γυναίκα του Έκτορα.


  Αναμφίβολα οι μύθοι παρουσιάζουν ποικίλες παραλλαγές για όλη την πορεία του πολυτάραχου βίου του Αχιλλέα, αλλά και για το δραματικό του τέλος.

Ο ΑΙΑΣ ΤΕΛΑΜΩΝΙΟΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ – ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΓΓΕΙΟΥ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΙΜΕΝΗ – 520/510 π.Χ. – ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ – ΠΑΡΙΣΙ

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΕ ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ – ΠΕΡΙ ΤΟ 240 μ.Χ. – ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ – ΠΑΡΙΣΙ

Το όνομα «ΑΧΙΛΛΕΥΣ»

Σύμφωνα με μία απλοϊκή άποψη το όνομα προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων άχος ( = βάσανο) + Ίλιον ( = Τροία) + λαός (κατάληξη -λευς κατά το βασιλεύς = στήριγμα, βάση του λαού) και σημαίνει “αυτόν που έφερε βάσανα στο λαό της Τροίας” (Αχ + ιλ + λευς}.

Μία δεύτερη ετυμολογία είναι από την λέξη άχος ( = θλίψη) + ιλλεύς (περιπλανώμαι, τριγυρνώ), δηλαδή αυτός που περιφέρεται θλιμμένος (άποψη αρκετά επισφαλής).

Μία ορθολογιστική ετυμολόγηση συνδέει το όνομα “Αχιλλεύς”, καθώς και το όνομα του ποταμού “Αχελώος”, με τις ονομασίες των λαών Αχαιοί και Ελείοι (= Αιολείς = Έλληνες). Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, ο Αχιλλεύς ήταν ταυτόχρονα γιος ενός Αιολέα τοπάρχη (του Πηλέα) και μίας Αχαιής πριγκίπισσας (της Θέτιδας).

Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι το όνομά του συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα Αχ που συνδέεται με το νερό.

Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι το όνομα Α-χιλλέας σημαίνει «αυτός που δεν έχει χείλια» και συνδέουν την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση με το μύθο που θέλει τη Θέτιδα να τοποθετεί το παιδί της επάνω στην Ιερή Πυρά για να το καταστήσει άτρωτο και αθάνατο, διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα να καούν τα χείλη του.

Το όνομα του σημαίνει, κατά μία εκδοχή, αυτόν που ποτέ δεν ακούμπησε τα χείλη του σε μαστούς.

Κατά μία άλλη παράδοση, το πραγματικό του όνομα ήταν Λιγύρων (λίγυς-εια-υν: καλλίφωνος, αλλά και θρηνητικός, για ήχο).

Αχιλλεύς: αυτός ο ονοματικός τύπος, γραμμένος με διπλό «λ» γιά μετρικούς λόγους, προέρχεται από τον τύπο «Αχιλεύς», ο οποίος γεννήθηκε από το επίθετο «άχιλος» που, με την σειρά του, προέρχεται είτε από το επιτατικό μόριο «α-» και το ουσιαστικό «χιλός» (ξερό χόρτο, τροφή), οπότε σημαίνει «αυτός που διαθέτει αφθονία τροφής», είτε από το στερητικό μόριο «α-» και το ίδιο ουσιαστικό, οπότε σημαίνει «αυτός που στερείται ή δεν δέχεται την τροφή». Συσχετίζοντας την προέλευση του κυρίου ονόματος με τον βίο τού φημισμένου ομηρικού ήρωα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πρώτη ετυμολόγηση αναφέρεται στην παιδική ηλικία του, τότε που φοιτούσε στην διάσημη σχολή τού διδασκάλου Χείρωνα, ενώ η δεύτερη στην προσωρινή, λόγω δικαιολογημένης οργής, αποχώρησή του από την μάχη, κατά την διάρκεια τού Τρωικού Πολέμου. Στην νέα ελληνική το κύριο όνομα απαντά και ως «Αχιλλέας».

Κατά άλλη εκδοχή ήταν ο Κένταυρος Χείρων αυτός που τον ονόμασε Αχιλλέα, επειδή έλυε τα άγχη.

Παραδίδεται, επίσης, ότι είχε το προσωνύμιο «Πυρίσων», επειδή η Θέτιδα του πρόσφερε το βάπτισμα στην Ιερή Πυρά του βωμού της οικογενειακής Εστίας, γεγονός που τον κατέστησε άτρωτο στη φωτιά.